γράφει ο Νίκος
Χατζηγιαννάκης
Κάποιοι ψευτοβολεμένοι μικροαστοί, αλλιώς
νοικοκυραίοι, περπατούν σαν φουσκωμένοι διάνοι να τους προσέξουν οι περαστικοί.
Πασχίζουν οι καψεροί να ρετουσάρουν την εικόνα τους, να μοστραριστούν πετυχημένοι στους γύρω τους, ενώ μέσα τους σουβλίζονται ανελέητα από την πλεονεξία και ανασφάλεια.
Ζηλόφθονοι και συχνά μοχθηροί καθώς είναι, μόλις αντιληφθούν κάποιον να ξεχωρίζει στο δημόσιο χώρο, πέφτουν πάνω του να τον κατασπαράξουν ή στην καλύτερη περίπτωση να τον κατεβάσουν στο μπόι τους.
Αν μάλιστα ο προικισμένος λαμποκοπά με το θράσος και την ορμή της νιότης, τόσο μεγαλύτερο το μένος και η κακότητα. Άσε που άμα βρεθεί στο δρόμο τους μια επιβλητική γυναίκα βγάζουν πάνω της οι αχαμνοί αυνάνες όλη την αντρίλα, το ψευτονταηλίκι και τον κουτσαβακισμό τους.
Πασχίζουν οι καψεροί να ρετουσάρουν την εικόνα τους, να μοστραριστούν πετυχημένοι στους γύρω τους, ενώ μέσα τους σουβλίζονται ανελέητα από την πλεονεξία και ανασφάλεια.
Ζηλόφθονοι και συχνά μοχθηροί καθώς είναι, μόλις αντιληφθούν κάποιον να ξεχωρίζει στο δημόσιο χώρο, πέφτουν πάνω του να τον κατασπαράξουν ή στην καλύτερη περίπτωση να τον κατεβάσουν στο μπόι τους.
Αν μάλιστα ο προικισμένος λαμποκοπά με το θράσος και την ορμή της νιότης, τόσο μεγαλύτερο το μένος και η κακότητα. Άσε που άμα βρεθεί στο δρόμο τους μια επιβλητική γυναίκα βγάζουν πάνω της οι αχαμνοί αυνάνες όλη την αντρίλα, το ψευτονταηλίκι και τον κουτσαβακισμό τους.
Είναι φανερό πως στη σημερινή ξεπεσμένη Ελλάδα, ό,τι εξέχει απ’ το σαπισμένο πήχη της μετριότητας ταράζει και κομπλεξάρει όποιους περιστρέφονται γύρω απ’ το τιποτένιο σαρκίο τους. Το υπερτροφικό εγώ σεληνιάζεται στη θέα του φεγγαρόφωτου, δεν ανέχεται να κυκλοφορεί δίπλα του η λεβεντιά, η αξιοσύνη και καθαρότητα. Το ωραίο στην όποια του μορφή ιντριγκάρει, τσιτώνει και μοχλεύει ποταπά ένστικτα.
Πώς με τέτοια στριφνάδα να ξεμυτίσει το μεγαλείο αναγνώρισης της αξίας; Πώς έτσι να καταλαγιάσει η ψυχή, να βρει απανεμιά και πεζούλι να ξαποστάσει;
Οι
μικρομέγαλοι αυτοί με σιγουριά προφέσορα αποφαίνονται επί παντός. Όλα τα
σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει η πολυπραγμοσύνη τους. Καμώνονται οι αθεόφοβοι πως
κατατροπώνουν τον «αντίπαλο» με δικά τους τρανταχτά επιχειρήματα. Τρομάρα τους.
Στην ουσία παπαγαλίζουν ό,τι σερβίρεται από χρυσοπληρωμένους κονδυλοφόρους,
ατζέντηδες μεγάλων και μικρών συμφερόντων. Cory-paste και σε δουλειά να
βρισκόμαστε. Πού να βρούν άλλωστε το χρόνο, πώς να σκεφτούν αυτοί οι άσκεφτοι,
πελαγωμένοι στο μεροδούλι-μεροφάι, στη μικροπονηριά, στη αφόρητη πλήξη, στα
μικρά και ασήμαντα της χαμοζωής τους;
Φυσικά έχουν και τις εκλεκτικές προτιμήσεις τους. Δεν πιάνουν λ.χ. ποτέ στο στόμα τους κατέχοντες πλούτο και οικονομική δύναμη. Μπροστά τους έμαθαν χέρια γλοιώδη ν’ απλώνουν, χάσκοντας με δέος και θαυμασμό.
Ακόμα προσπερνούν αδιάφορα τους ανθρώπους του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης. Έτσι κι αλλιώς ούτε που τους ξέρουν ούτε που τους καταλαβαίνουν μες’ την απαιδεψιά τους. Κι αν κάποτε προκληθούν, ιδιόρρυθμους τους ανεβάζουν , κουλτουριάρηδες τους κατεβάζουν.
Ποιοι μένουν λοιπόν να βγάζουν το άχτι τους; Μα φυσικά οι πολιτικοί. Προς θεού, όχι οι ευγενείς γόνοι ή οι κυνικοί και κλόουν που τους πρεσάρουν και τους μοιάζουν, αλλά εκείνοι που με όραμα και φρόνημα προσπαθούν να ξελασπώσουν μια μισοπεθαμένη χώρα, να διώξουν την κακομοιριά, κατάθλιψη και βαρεμάρα που καταπλακώνει τους περισσότερους. Αυτούς βάζουν στη μηχανή του κιμά οι αυτόκλητοι εισαγγελείς του καναπέ, αφορίζοντας, περιπαίζοντας, στιγματίζοντας, κοπρολογώντας και ξεκατινιάζοντας. Εδώ να δείτε επιχειρήματα περιωπής, τόσο πολιτικά όση πολιτική κουβαλά η γκλάβα τους. Το κρεμασμένο πουκάμισο, το ατσούμπαλο σώμα, το σηκωμένο δάχτυλο, το μοδάτο ταγέρ, ο ασπασμός του δεσπότη, ο λογαριασμός στην τράπεζα, τα ένσημα του ΙΚΑ, τα τετραγωνικά του σπιτιού, η γκόμενα του ξάδερφου και άλλα τέτοια ευτράπελα.
Από την κλειδαρότρυπα και τη χολή αυτών των τύπων δε θα μπορούσε φυσικά να ξεφύγει, μεταξύ τόσων άλλων, και ο τωρινός Πρωθυπουργός. Το τι του έσουραν τα τελευταία χρόνια δεν περιγράφεται. Τον είπαν πρόεδρο σχολικού δεκαπενταμελούς, παιδαρέλι, ανεπάγγελτο, ακαλλιέργητο, φαντασμένο, αυθάδη, αλαζόνα, τζάμπα μάγκα, δημοκόπο, κακομαθημένο πλουσιόπαιδο(;), άθεο (από πότε οι προσωπικές πεποιθήσεις είναι αμάρτημα;), προστάτη κουκουλοφόρων και άλλες παρόμοιες φαιδρότητες. Ξεψάχνισαν το σόι του να τον λεκιάσουν, ειρωνεύτηκαν τα «φριχτά» Αγγλικά του, τον «μετακόμισαν» στα βόρια προάστια, τον ονομάτιζαν οι ίδιοι άνθρωποι το πρωί επαναστάτη και εξτρεμιστή και το βράδυ τσιράκι των Αμερικάνων και κολλήγα των βιομηχάνων.
Να όμως που κάποτε τα φέρνει τούμπα η ιστορία κι έρχεται στα πράγματα ο κατασκευασμένος εχθρός, ο συκοφαντημένος και αμαρτωλός αποσυνάγωγος. Και τότε, ω του θαύματος, οι φουριόζοι και ξερόλες ανθρωπάκοι την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια, βάζοντας μέσα το κεντρί και λουφάζοντας στη μουχλιασμένη τρύπα τους. Καθότι ένα πράγμα έμαθαν να κάνουν καλά στη ζωή του οι μουλωχτοί και φοβιτσιάρηδες. Να χτυπούν τον πεσμένο, ποτέ τον όρθιο και δυνατό μα προπαντός να γονατίζουν δουλικά στην κάθε εξουσία, μικρή ή μεγάλη.
Αν αυτοί οι μικροαστοί είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι του συστήματος και κατά βάθος ιδανικοί αυτόχειρες, κάποιοι άλλοι είναι ακόμα πιο επικίνδυνοι και δολοφονικοί. Ανήκουν στη φάρα μερικών πολυλογάδων του πνεύματος, καλέ, και του πολιτισμού.
Χωμένοι στα κυκλώματα, μάστορες στα κολλητηλίκια , υπερφίαλοι, νάρκισσοι και ελιτίστες απολαμβάνουν οι σιγουράντζες την προνομιακή ρεκλάμα που τους προσφέρει αφειδώς το μιντιακό σύστημα, ξερνώντας δηλητήριο στους αυτοδημιούργητους και αυτόφωτους που πορεύονται με όπλα τη ντομπροσύνη, την απλότητα, το ήθος, την τόλμη, τη σεμνότητα και ταπεινότητα. Αυτούς σταυρώνουν καθημερινά οι περιφερόμενοι λασπολόγοι όχι άγαρμπα αλλά μικροχειρουργικά με «βαθυστόχαστους» εξυπνακισμούς και βαρύγδουπες ατάκες, νομίζοντας οι τρισάθλιοι πως οι βρωμιές που εκστομίζουν αρωματίζονται με το ψεύτικο κύρος του ονόματός τους. Κούνια που τους κούναγε. Κανένας δε ξεγελιέται με τις σοφιστείες τους. Γιατί, το ξέρουμε πια, ο αρρωστημένος φθόνος τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά συντετριμμένος θαυμασμός, είναι όμως ταυτόχρονα τα αποκαλυπτήρια της ασχήμιας τους, το σαράκι που τους κατατρώει, εν τέλει η τιμωρία και ο εφιάλτης τους.
Αρκετά λοιπόν τράβηξε η δεκαρολογία, παράγινε το κακό μ’ αυτόν τον περίεργο συρφετό των ξινισμένων τιμητών και κάτι πρέπει να γίνει. Μέσα στη χαλασιά των τελευταίων χρόνων στριμώχτηκαν, κάκιωσαν, αγρίεψαν, ανακατώνοντας βοθρολύματα, σκεπάζοντας με μπόχα και κακομοιριά τη χώρα.
Επείγει να χτιστεί γύρω τους τείχος απομόνωσης απ' όλες τις δημιουργικές δυνάμεις, όπου κι αν ανήκουν πολιτικά. Μπας και συνέλθουν και συνετιστούν. Και κυρίως για να χάσουν οριστικά τη δουλειά τους οι επιτήδειοι και καλοθρεμμένοι καθοδηγητές τους.
Φυσικά έχουν και τις εκλεκτικές προτιμήσεις τους. Δεν πιάνουν λ.χ. ποτέ στο στόμα τους κατέχοντες πλούτο και οικονομική δύναμη. Μπροστά τους έμαθαν χέρια γλοιώδη ν’ απλώνουν, χάσκοντας με δέος και θαυμασμό.
Ακόμα προσπερνούν αδιάφορα τους ανθρώπους του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης. Έτσι κι αλλιώς ούτε που τους ξέρουν ούτε που τους καταλαβαίνουν μες’ την απαιδεψιά τους. Κι αν κάποτε προκληθούν, ιδιόρρυθμους τους ανεβάζουν , κουλτουριάρηδες τους κατεβάζουν.
Ποιοι μένουν λοιπόν να βγάζουν το άχτι τους; Μα φυσικά οι πολιτικοί. Προς θεού, όχι οι ευγενείς γόνοι ή οι κυνικοί και κλόουν που τους πρεσάρουν και τους μοιάζουν, αλλά εκείνοι που με όραμα και φρόνημα προσπαθούν να ξελασπώσουν μια μισοπεθαμένη χώρα, να διώξουν την κακομοιριά, κατάθλιψη και βαρεμάρα που καταπλακώνει τους περισσότερους. Αυτούς βάζουν στη μηχανή του κιμά οι αυτόκλητοι εισαγγελείς του καναπέ, αφορίζοντας, περιπαίζοντας, στιγματίζοντας, κοπρολογώντας και ξεκατινιάζοντας. Εδώ να δείτε επιχειρήματα περιωπής, τόσο πολιτικά όση πολιτική κουβαλά η γκλάβα τους. Το κρεμασμένο πουκάμισο, το ατσούμπαλο σώμα, το σηκωμένο δάχτυλο, το μοδάτο ταγέρ, ο ασπασμός του δεσπότη, ο λογαριασμός στην τράπεζα, τα ένσημα του ΙΚΑ, τα τετραγωνικά του σπιτιού, η γκόμενα του ξάδερφου και άλλα τέτοια ευτράπελα.
Από την κλειδαρότρυπα και τη χολή αυτών των τύπων δε θα μπορούσε φυσικά να ξεφύγει, μεταξύ τόσων άλλων, και ο τωρινός Πρωθυπουργός. Το τι του έσουραν τα τελευταία χρόνια δεν περιγράφεται. Τον είπαν πρόεδρο σχολικού δεκαπενταμελούς, παιδαρέλι, ανεπάγγελτο, ακαλλιέργητο, φαντασμένο, αυθάδη, αλαζόνα, τζάμπα μάγκα, δημοκόπο, κακομαθημένο πλουσιόπαιδο(;), άθεο (από πότε οι προσωπικές πεποιθήσεις είναι αμάρτημα;), προστάτη κουκουλοφόρων και άλλες παρόμοιες φαιδρότητες. Ξεψάχνισαν το σόι του να τον λεκιάσουν, ειρωνεύτηκαν τα «φριχτά» Αγγλικά του, τον «μετακόμισαν» στα βόρια προάστια, τον ονομάτιζαν οι ίδιοι άνθρωποι το πρωί επαναστάτη και εξτρεμιστή και το βράδυ τσιράκι των Αμερικάνων και κολλήγα των βιομηχάνων.
Να όμως που κάποτε τα φέρνει τούμπα η ιστορία κι έρχεται στα πράγματα ο κατασκευασμένος εχθρός, ο συκοφαντημένος και αμαρτωλός αποσυνάγωγος. Και τότε, ω του θαύματος, οι φουριόζοι και ξερόλες ανθρωπάκοι την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια, βάζοντας μέσα το κεντρί και λουφάζοντας στη μουχλιασμένη τρύπα τους. Καθότι ένα πράγμα έμαθαν να κάνουν καλά στη ζωή του οι μουλωχτοί και φοβιτσιάρηδες. Να χτυπούν τον πεσμένο, ποτέ τον όρθιο και δυνατό μα προπαντός να γονατίζουν δουλικά στην κάθε εξουσία, μικρή ή μεγάλη.
Αν αυτοί οι μικροαστοί είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι του συστήματος και κατά βάθος ιδανικοί αυτόχειρες, κάποιοι άλλοι είναι ακόμα πιο επικίνδυνοι και δολοφονικοί. Ανήκουν στη φάρα μερικών πολυλογάδων του πνεύματος, καλέ, και του πολιτισμού.
Χωμένοι στα κυκλώματα, μάστορες στα κολλητηλίκια , υπερφίαλοι, νάρκισσοι και ελιτίστες απολαμβάνουν οι σιγουράντζες την προνομιακή ρεκλάμα που τους προσφέρει αφειδώς το μιντιακό σύστημα, ξερνώντας δηλητήριο στους αυτοδημιούργητους και αυτόφωτους που πορεύονται με όπλα τη ντομπροσύνη, την απλότητα, το ήθος, την τόλμη, τη σεμνότητα και ταπεινότητα. Αυτούς σταυρώνουν καθημερινά οι περιφερόμενοι λασπολόγοι όχι άγαρμπα αλλά μικροχειρουργικά με «βαθυστόχαστους» εξυπνακισμούς και βαρύγδουπες ατάκες, νομίζοντας οι τρισάθλιοι πως οι βρωμιές που εκστομίζουν αρωματίζονται με το ψεύτικο κύρος του ονόματός τους. Κούνια που τους κούναγε. Κανένας δε ξεγελιέται με τις σοφιστείες τους. Γιατί, το ξέρουμε πια, ο αρρωστημένος φθόνος τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά συντετριμμένος θαυμασμός, είναι όμως ταυτόχρονα τα αποκαλυπτήρια της ασχήμιας τους, το σαράκι που τους κατατρώει, εν τέλει η τιμωρία και ο εφιάλτης τους.
Αρκετά λοιπόν τράβηξε η δεκαρολογία, παράγινε το κακό μ’ αυτόν τον περίεργο συρφετό των ξινισμένων τιμητών και κάτι πρέπει να γίνει. Μέσα στη χαλασιά των τελευταίων χρόνων στριμώχτηκαν, κάκιωσαν, αγρίεψαν, ανακατώνοντας βοθρολύματα, σκεπάζοντας με μπόχα και κακομοιριά τη χώρα.
Επείγει να χτιστεί γύρω τους τείχος απομόνωσης απ' όλες τις δημιουργικές δυνάμεις, όπου κι αν ανήκουν πολιτικά. Μπας και συνέλθουν και συνετιστούν. Και κυρίως για να χάσουν οριστικά τη δουλειά τους οι επιτήδειοι και καλοθρεμμένοι καθοδηγητές τους.