Του Χρήστου Μήλιου*
Η ερμηνεία της κρίσης για την Αριστερά είχε πάντα μεγάλη σημασία, καθώς καθόριζε για μεγάλες περιόδους τις πολιτικές της και μιαν αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη. Οι εκδοχές που υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς μπορούν να καταταχθούν, εν τέλει, σε δύο γενικές θέσεις: αυτήν που υποστήριζε την «κατάρρευση του συστήματος» (Τρίτη Διεθνής) και εκείνη που πρέσβευε τον «διαρκή εξελικτισμό του» (Δεύτερη Διεθνής). Η πρώτη έθετε συνεχώς το ζήτημα της επικαιρότητας της επανάστασης, ενώ η δεύτερη αναζητούσε τρόπους «προοδευτικής διαχείρισης» του συστήματος (και των κρίσεών του). Και οι δύο ιστορικά δοκιμάστηκαν και οδήγησαν την Αριστερά, η καθεμιά με τον τρόπο της, σε ανάλογα αδιέξοδα.
Από τον τριτοδιεθνισμό στον κεϋνσιανισμό και στον προστατευτισμό
Στην πρώτη περίπτωση, κάθε οικονομική κρίση εκλαμβάνονταν ως η ικανή και αναγκαία συνθήκη που, από μόνη της, έθετε το ζήτημα της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη. Αυτό οδηγούσε αυτομάτως σε έναν οικονομίστικο τρόπο κατανόησης των εξελίξεων, σε μια παράβλεψη των πολιτικών και κοινωνικών όρων οποιασδήποτε αλλαγής. Η δυνατότητα μετατροπής μιας οικονομικής κρίσης σε πολιτική κρίση και η διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών συνιστά μια πιθανή εκδοχή που αφορά, πολύ συγκεκριμένα μάλιστα, μια σειρά παραμέτρους: ιδιαιτερότητα της κρίσης, υποκειμενικούς παράγοντες, διεθνείς συγκυρίες κ.ά.
Η μετατροπή μιας οικονομικής κρίσης σε πολιτική (οι όροι μιας τέτοιας μετατροπής) παραμένουν ιστορικά ένα κρίσιμο θέμα προς διερεύνηση για την Αριστερά. Καμιά κρίση δεν μετατρέπεται, αυτομάτως και αναγκαία, σε πολιτική κρίση. Το πολιτικό δεν απορρέει απευθείας και με γραμμικό τρόπο από το οικονομικό. Το πολιτικό αποτελεί ένα ιδιαίτερο πεδίο, με «δική του δομή κι οργάνωση». Και, βέβαια, κάθε πολιτική κρίση δεν ταυτίζεται με μιαν επαναστατική κατάσταση. Μπορεί να υπάρξουν πολιτικές κρίσεις (απόρροια αντίστοιχων οικονομικών) με πολύ διαφορετικό χαρακτήρα -- και, εν τέλει, πολιτικές κρίσεις που να μη σχετίζονται με κρίσεις του κράτους και ανατροπές των δεδομένων κοινωνικών συσχετισμών. Η σχέση οικονομικής και πολιτικής κρίσης, έτσι, παίρνει διάφορες μορφές που πρέπει να εξετάζονται συγκεκριμένα κάθε φορά. Το βέβαιο είναι ότι καμιά οικονομική κρίση, από μόνη της, δεν πρόκειται να γκρεμίσει το σύστημα, ενώ οι οποιεσδήποτε αλλαγές θα κριθούν στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών κι αναμετρήσεων.
Το ότι οι κρίσεις από μόνες τους δεν οδηγούν στην κατάρρευση του συστήματος μπορεί σήμερα να συνιστά μια ευνόητη παραδοχή. Ωστόσο, το νόημα μιας τέτοιας παραδοχής πρέπει να ελέγχεται.
Μπορεί να αναφέρεται στη σημασία του υποκειμενικού, πολιτικού και κοινωνικού παράγοντα στις εξελίξεις, όπως επισημάναμε παραπάνω. Μπορεί να συνιστά απλώς έναν διαχωρισμό από μοιρολατρικές ιδέες για την κοινωνική αλλαγή. Μπορεί ακόμα να υποδηλώνει την πίστη στις δυνατότητες του συστήματος, στην ευχέρεια να αντιμετωπίζει και να ξεπερνά τις κρίσεις και να το «πάει το θέμα αλλού… στην «αιώνια και φυσική δήθεν υπόσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος». Όλες οι εξελικτικές θεωρίες στηρίχθηκαν σε μια τέτοιας μορφής παραδοχή. Όλος ο ιστορικός ρεφορμισμός πάτησε πάνω στο αδύνατο της αυτοαναίρεσης του συστήματος, και από αυτή την άποψη συνιστά μια συντηρητική αντίληψη όλης της ιστορικής διαδικασίας. Το ζήτημα δεν είναι ότι εργάσθηκε για τη μεταρρύθμιση του συστήματος, για την ορθολογικοποίηση των λειτουργιών του, αλλά ότι το έκανε πιστεύοντας στο αναπόδραστο μιας ομαλής εξέλιξης χωρίς ανατροπές και απρόβλεπτους μετασχηματισμούς, «πιστεύοντας ότι μπορεί το σύστημα να ξεπερνά πάντα τις κρίσεις του, όχι όμως και ότι είναι δυνατόν και να μην μπορεί κάποτε».
Στην τριτοδιεθνιστική συλλογιστική καθιερώθηκε και ο όρος της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού». Ο όρος αυτός εξάλειφε το στοιχείο της ιδιαιτερότητας της κάθε κρίσης, θεωρώντας ότι το σύστημα διέτρεχε την τελευταία του περίοδο, άρα βρισκόταν σε διαρκή κρίση. Το στοιχείο της ιδιαιτερότητας της κάθε κρίσης το παρέβλεπε και η θεωρία για τον ιμπεριαλισμό (σαν ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού) και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που πρέσβευε ότι η κρίση καλύπτει ένα ολόκληρο στάδιο ανάπτυξης του συστήματος.
Κάθε κρίση όμως έχει την ιδιαιτερότητά της. «Τα στοιχεία της κρίσης, αν και μόνιμα στην αναπαραγωγή του συστήματος, συνιστούν μια ιδιαίτερη συμπύκνωση, κάθε φορά, των αντιθέσεών του». Η «συγκεκριμένη ανάλυση της κάθε συγκεκριμένης κρίσης» θα εμπλούτιζε την μαρξιστική θεωρία των κρίσεων, θα προσκόμιζε νέα στοιχεία, θα συνέβαλε στην παρακολούθηση και μελέτη των αλλαγών που σημειώνονται ιστορικά στην εξέλιξη του συστήματος και θα βελτίωνε τα ερμηνευτικά εργαλεία. Η καθιερωμένη γενικόλογη συζήτηση για τις κρίσεις, που είναι απαραίτητη, θα ήταν πολύ χρήσιμο, κάθε φορά, να περιελάμβανε και στοιχεία που θα τεκμηρίωναν και θα φώτιζαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε κρίσης.
Ο κεϋνσιανισμός κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης της Αριστεράς
Οι «καταστροφικές θεωρίες των κρίσεων» μπορεί σήμερα να μην υποστηρίζονται ανοιχτά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά, εν τω μεταξύ, έχουν υποκατασταθεί από μια άλλη θεώρηση των κρίσεων. Ο κεϋνσιανισμός έχει γίνει, εδώ και πολλά χρόνια, το κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης στην Αριστερά: έχει υποκαταστήσει σταδιακά όλο το παλιό τριτοδιεθνιστικό πλαίσιο αναφοράς για τις κρίσεις και έχει εμπλουτίσει σημαντικά τον κλασικό ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Η συγχώνευση της θεωρίας του Κέυνς με την Αριστερά συνέβη σταδιακά στη διάρκεια όλης της μεταπολεμικής περιόδου και αποτέλεσε αποφασιστικό στοιχείο στην ιδεολογική-πολιτική της συγκρότηση. Η ιστορική επιρροή του κεϋνσιανισμού στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της μεταπολεμικής Αριστεράς είναι καθοριστική από κάθε άποψη, γεγονός που ελάχιστα έχει αναγνωριστεί και αποτιμηθεί. Τόσο ο προγραμματικός λόγος της Αριστεράς όσο και οι τρέχουσες διεκδικήσεις αλλά και το όποιο κυβερνητικό της έργο συνιστούν τις συνεπέστερες εξαγγελίες και εφαρμογές της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής. Η Αριστερά, εδώ και χρόνια, ορίζεται αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της κεϋνσιανής θεωρίας και πολιτικής, παρόλο που δεν το αποδέχεται και, ακόμα, έχει μιαν απαξιωτική γενικά στάση απέναντι στον Κέυνς και τη θεωρία του.
Η αριστερή τάση των κεϋνσιανών (R. Crossman, Joan Robinson κ.ά.), διαπιστώνοντας την επιρροή του Κέυνς στην Αριστερά, προσπάθησε για πολλά χρόνια να στοιχειοθετήσει τη σχέση μαρξιστικής και κεϋνσιανής θεωρίας, να συνδέσει τις δύο θεωρίες συσχετίζοντας έννοιες και όρους της μιας με την άλλη. Ωστόσο, το όλο ζήτημα της σχέσης της Αριστεράς με τον κεϋνσιανισμό παρέμεινε σε ένα πρακτικό-πολιτικό επίπεδο.
Οι απόψεις της Αριστεράς για τον οικονομικό ρόλο του κράτους (τον οικονομικό-επιχειρηματικό, αλλά και τον παρεμβατικό-ρυθμιστικό του ρόλο), την αύξηση των κρατικών επενδύσεων, των κρατικών κοινωνικών δαπανών, τον κρατικό δανεισμό, την αύξηση των ελλειμμάτων (τη σύνταξη ελλειμματικών προϋπολογισμών), την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας (στις φάσεις της κρίσης και της ύφεσης) και της επέκτασης των πιστώσεων, την επιβολή νομισματικών ελέγχων (εθνικών και διεθνών), όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της επιρροής που άσκησαν οι θεωρίες του Κέυνς στην πολιτική της.
Η θεωρία του Κέυνς είναι συγγενής με τις γνωστές θεωρίες υποκατανάλωσης (διατυπωμένη με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, όπως άλλωστε κάθε θεωρία υποκατανάλωσης). Η ενεργός ζήτηση, ο πολλαπλασιαστής (η πολλαπλασιαστική σχέση επένδυσης-εισοδήματος), η αρχή της επιταχύνσεως (η επιταχυνόμενη επίδραση της κατανάλωσης στην επένδυση) αποτελούν τον πυρήνα της κεϋνσιανής σκέψης.
Ο ρόλος του κράτους στον κεϋνσιανισμό
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο στη θεωρία του Κέυνς είναι εκείνο που αναφέρεται (σε συνθήκες κρίσης) στην αύξηση της ενεργού ζήτησης (της επένδυσης και της κατανάλωσης, και άρα των εισοδημάτων και της απασχόλησης) μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών (δημοσίων επενδύσεων). Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όλη η πολιτικοοικονομική του φιλοσοφία για τον ρόλο του κράτους, την ανάγκη ρύθμισης της αγοράς, τη θέσπιση κανόνων, την ελεγχόμενη λειτουργία του συστήματος. Η θεωρία του Κέυνς είναι η μόνη αντιφιλελεύθερη φωνή μέσα στη μακρά ιστορία της επίσημης οικονομολογίας. Αυτό (το αντιφιλελεύθερο στοιχείο) την κάνει να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες σχολές, τους κλασσικούς, τους νεοκλασικούς και τους σύγχρονους νεοφιλελεύθερους.
Ο οικονομικός ρόλος του κράτους, θεωρητικά και πρακτικά, προβλήθηκε πρώτα από τον Κέυνς. Είναι ο θεωρητικός της διεύρυνσης του οικονομικού ρόλου του κράτους, αυτός που συνέδεσε την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος με τον μεσολαβητικό ρόλο του κράτους. Είναι η μόνη οικονομική θεωρία στον ακαδημαϊκό χώρο που τεκμηρίωσε μιαν ορισμένη απάντηση στην οικονομική κρίση -- άσχετα με το αν αυτή είναι εφαρμόσιμη και αποτελεσματική ή όχι. Όλες οι άλλες υποστηρίζουν την αυτορύθμιση του συστήματος. Το στοιχείο της κρατικής παρέμβασης στις κρίσεις είναι αποκλειστικό γνώρισμα της κεϋνσιανής θεωρίας. Ο προσδιορισμός του συνολικού όγκου των επενδύσεων για τον Κέυνς, δεν είναι υπόθεση των ιδιωτών επιχειρηματιών αλλά κυρίως του κράτους. Η ευθύνη των επενδύσεων μεταφέρεται από τη σφαίρα του ιδιωτικού στη σφαίρα του δημοσίου. Η κοινωνικοποίηση των επενδύσεων μαζί με την προώθηση της κατανάλωσης συνιστούν τις δύο όψεις της κεϋνσιανής έννοιας της ενεργού ζήτησης (κοινωνική επένδυση + κατανάλωση). Η κεϋνσιανή σχολή δεν αγνοεί την κρίση των οικονομικών τού κράτους, όπως υποστηρίζει ο Γ. Σταμάτης (η υποστήριξη του δημόσιου δανεισμού, των ελλειμματικών προϋπολογισμών κλπ. αποδεικνύει το αντίθετο), απλώς προκρίνει τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους (με ό,τι κόστος συνεπάγεται αυτό) σαν τη μόνη δυνατή διέξοδο από τις κρίσεις. Τώρα, το πόσο αποτελεσματική είναι μια τέτοια πολιτική (και μ’ αυτήν την έννοια πόσο ρεαλιστική), είναι συζητήσιμο, και μάλιστα πολύ. Αλλά ας μην επεκταθούμε επ’ αυτού επί του παρόντος.
Όλα τα παραπάνω δεν προκύπτουν βέβαια απευθείας από τη γενική θεωρία του Κέυνς. Ο κεϋνσιανισμός, πέρα από οικονομική θεωρία, υπήρξε και οικονομική πολιτική, στη μακρόχρονη εφαρμογή της οποίας οφείλει τη σημερινή του μορφή. «Αριστεροί» και «δεξιοί» οπαδοί της κεϋνσιανής θεωρίας της προσέδωσαν κάθε δυνατή ερμηνεία και εφαρμογή, καθιστώντας την ένα ευρύ ρεύμα οικονομικής σκέψης και πολιτικής, που στο σύνολό του ορίζεται στον αντίποδα της φιλελεύθερης τάσης. Ο κεϋνσιανισμός συνδέεται οργανικά και συντάσσεται με το γενικότερο ρεύμα του προστατευτισμού στην οικονομία. Φιλελευθερισμός και προστατευτισμός αποτελούν σήμερα, σχηματικά, τις δύο αντίπαλες οικονομικές σχολές που ανταγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο, με τους κεϋνσιανούς και την Αριστερά να συμπίπτουν στην υποστήριξη προστατευτικών μέτρων. Μ’ αυτή την έννοια, η σημερινή Αριστερά, στις κύριες εκπροσωπήσεις της, και στο επίπεδο της οικονομίας, θα μπορούσε να ορισθεί (θετικά) ως κεϋνσιανή Αριστερά, παρόλο που η ίδια προτιμά να αυτοχαρακτηρίζεται (αρνητικά) αντιφιλελεύθερη. (Προσχηματική, κατά τη γνώμη μας, η διαφορά).
Αν όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η Αριστερά (πέρα από οποιουσδήποτε χαρακτηρισμούς) στο επίπεδο των οικονομικών της απόψεων κινείται γενικά αντιφιλελεύθερα, προστατευτικά, το ερώτημα που γεννάται είναι: Ποια η σχέση της με τη μαρξιστική οικονομική θεωρία και πολιτική;
Ο Μαρξ και οι «μαρξιστικές» θεωρίες για τις κρίσεις
Στα οικονομικά έργα του Μαρξ δεν υπάρχει κεφάλαιο αφιερωμένο ειδικά στις οικονομικές κρίσεις. Υπάρχουν διάσπαρτες διατυπώσεις (στο Κεφάλαιο και στις Θεωρίες της υπεραξίας) που αφήνουν περιθώρια για διάφορες προσεγγίσεις. Πολλοί επέλεξαν κάποιες από αυτές και τις ανήγαγαν σε γενικές θεωρίες. Έτσι προέκυψαν οι μαρξιστικές θεωρίες για τις κρίσεις. Οι πιο διαδεδομένες είναι: οι θεωρίες της υπερπαραγωγής, της υποκατανάλωσης, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, οι θεωρίες της δυσανάλογης ανάπτυξης της παραγωγής από κλάδο σε κλάδο, η κρατικομονοπωλιακή θεωρία και η θεωρία των επιστημονικοτεχνικών επαναστάσεων (μεταπολεμικά αυτές) και η πρόσφατη θεωρία της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού.
Όλες τους, με τον τρόπο τους, παραβιάζουν τη συνθετότητα της μαρξιστικής ανάλυσης των κρίσεων, τη διασπούν και την επιμερίζουν, επιτείνοντας την κρίση του ερμηνευτικού πλαισίου που ούτως ή άλλως υπάρχει. Ο Μαρξ, με τα δεδομένα που διέθετε, προσπάθησε να συλλάβει τα γενικά συστατικά στοιχεία των οικονομικών κρίσεων, αυτά που προκύπτουν σαν αντιφάσεις του ίδιου του ιστορικού τρόπου λειτουργίας του συστήματος και ενυπάρχουν σε κάθε κρίση. Έτσι, οι αναφορές στη διαρκή τάση υπερπαραγωγής, την αναντίστοιχη κατανάλωση, την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, τη δυσανάλογη ανάπτυξη των διάφορων κλάδων, τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ιδιοποίηση του πλεονάσματος από μία τάξη, συνιστούν, όλες μαζί, ένα «σύνολο δυνητικών διεργασιών και φαινομένων» που έπρεπε να ληφθούν από κοινού υπ’ όψιν προκειμένου να κατανοηθούν οι οικονομικές κρίσεις -- και όχι να ληφθούν η καθεμιά χωριστά και να συντεθούν ιδιαίτερες θεωρίες.
Πέραν αυτών, υπάρχει ανοιχτό το ειδικό ζήτημα της κάθε ξεχωριστής κρίσης, που απαιτεί ειδική έρευνα και μελέτη, καθώς καμιά κρίση δεν είναι πανομοιότυπη με κάποια άλλη. Για την κατανόηση της θεωρίας του Μαρξ χρειάζονται επικεντρώσεις και συσχετίσεις λειτουργιών και μεγεθών, και είναι πολύ εύκολο κανείς να παρεκκλίνει από τον πυρήνα της θεωρητικής του σύλληψης.
Για πολλά χρόνια, στους κόλπους των μαρξιστών δέσποζε η αντίθεση ανάμεσα στους υποστηριχτές της θεωρίας της υπερπαραγωγής από τη μια και της υποκατανάλωσης από την άλλη, με την πρώτη να διεκδικεί την «αριστερή», ορθόδοξη ερμηνεία των κρίσεων, και τη δεύτερη να αποτελεί τη «ρεφορμιστική» της παρέκκλιση. Σήμερα γίνεται φανερό ότι η εμμονή σε μια τέτοια αντιπαράθεση δεν βοηθά καθόλου στην κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων.
Το μαρξιστικό ερμηνευτικό πλαίσιο για τις κρίσεις αποτελεί, μέχρι σήμερα, την πιο σύνθετη και πολυσήμαντη προσέγγιση του όλου θέματος. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αποκατασταθεί στην πολυσυνθετότητά του. Να απαλλαγεί από τις μονομερείς προσεγγίσεις, τις πολιτικές διαστρεβλώσεις, τη δογματική αποδοχή της μιας ή της άλλης ιδιαίτερης ερμηνείας, τη διαρκή αναπαραγωγή (αυτούσιων) όλων των μερικότερων θεωρητικών του διατυπώσεων. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποτελέσει βάση για νέες θεωρητικές αναζητήσεις.
Η σημερινή κρίση του ερμηνευτικού πλαισίου αφορά δύο πράγματα. Πρώτον, την διάσπαση, τον επιμερισμό, τη δογματοποίηση της μαρξιστικής θεωρίας για τις κρίσεις και, δεύτερον, τα ίδια τα όρια της μαρξιστικής ανάλυσης. Η απαλλαγή από το πρώτο αποτελεί τη μόνη διαδικασία για την εισαγωγή στο δεύτερο. Η απόσταση που πρέπει να διανυθεί, σε αυτή την κατεύθυνση, είναι πολύ μεγάλη. Και άλλος δρόμος αναζήτησης (που να θέλει να παρακάμψει την μαρξιστική θεωρία) δεν υπάρχει.
Η κατάσταση στην Αριστερά σήμερα παρουσιάζεται ιδιαίτερα αντιφατική. Η όποια θεωρητική αναφορά στον μαρξισμό γίνεται μέσα από έναν καταχτημένο μονοσήμαντο, γενικό και δογματικό τρόπο, όπως αναφέραμε παραπάνω, που δεν επηρεάζει την πολιτική και προγραμματική της δράση. Από την άλλη, στο καθημερινό πρακτικό-πολιτικό επίπεδο ορίζεται πλήρως μέσα από τις αρχές του προστατευτισμού και της κεϋνσιανής θεωρίας. Η Αριστερά σήμερα, στο οικονομικό επίπεδο, είναι αυτό που απλοϊκά μπορούμε να πούμε «μαρξιστική στα λόγια, κεϋνσιανή στη πράξη». Για την ερμηνεία των κρίσεων προστρέχει στις διάφορες μαρξιστογενείς θεωρίες και για την αντιμετώπισή τους αντιγράφει τα κεϋνσιανά μέτρα.
Η όλη κατάσταση, όπως γίνεται φανερό, απαιτεί μιαν υπέρβαση και πρώτα από όλα έναν θεωρητικό επαναπροσδιορισμό και στη συνέχεια μιαν άλλη πολιτική κατεύθυνση δράσης. Έως τότε τα πράγματα θα κινούνται περίπου στο επίπεδο που περιγράψαμε παραπάνω.
* Ο Χρήστος Μήλιος είναι μέλος του Πολιτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
Ανρί Ματίς, «Ο παράξενος χορός της φαραντόλας», 1938
Φερνάν Λεζέ, «Σπουδή για τη μεγάλη παρέλαση», 1952