Το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας έχει τεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις, και η Αριστερά οφείλει να αντιμετωπίσει την πρόκληση, οικοδομώντας τη συµπαράταξη της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), διεκδικώντας την κυβέρνηση της Αριστεράς, που στηριγµένη στους ακόµα πιο αναγκαίους µαζικούς αγώνες, µπορεί να ανοίξει το δρόµο για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Ασφαλώς η πρόταση αυτή έχει κινδύνους για µεγάλα σφάλµατα όπως έδειξαν οι εμπειρίες της Χιλής του Αλιέντε, ή της Κύπρου σήμερα. Μπορεί να τεθεί προς συζήτηση µόνο ως τακτικός στόχος, στη βάση µιας συγκεκριµένης ανάλυσης των συγκεκριµένων συνθηκών και όχι ως στρατηγικός στόχος της Αριστεράς, η οποία οφείλει να παραµένει προσηλωµένη στη διεκδίκηση του σοσιαλισµού, της εργατικής δηµοκρατίας.
«Η δική μας πρόταση εξουσίας δεν είναι μια θνησιγενής “αριστερή κυβέρνηση”, αλλά η εργατική δημοκρατία» (Εφημερίδα «Πριν», 7/1/2012).
Η ανάγκη να απαντήσουμε στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας έχει τεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς –αλλά και το ευρύτερο κίνημα αντίστασης– συμμετείχαν με πάθος στην πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΓΑΠ. Όλοι σήμερα δεσμευόμαστε στο κάλεσμα για άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Όμως πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ποια κυβέρνηση μπορεί να αντικαταστήσει την «τρικομματική» μέσα στις σημερινές συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες και από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων; Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ και το κάλεσμα του Αλ. Τσίπρα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα στηρίζεται σε μια προωθημένη «συμπαράταξη» των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να συγκινεί πολύ κόσμο. Η δημοσκοπική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται αρκετά στην πολιτική διεισδυτικότητα της πρότασης αυτής.
Ιδεολογική ζύμωση
Οι σύντροφοι του ΝΑΡ –μέσω του «Πριν»– βιάστηκαν να την απορρίψουν. Και το έκαναν με χοντροκομμένο τρόπο.
Η θέση του «Πριν», που προαναφέραμε, είναι ιδεολογική και όχι πολιτική. Το ΝΑΡ, σωστά, κριτικάρει το ΚΚΕ ότι «αποσυνδέει πλήρως την τακτική από τη στρατηγική». Όμως εξίσου λάθος είναι και το αντίστροφο: η υποκατάσταση της τακτικής από τη στρατηγική, που οδηγεί στην ιδεολογική ζύμωση αντί της πολιτικής πάλης. Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να υποστηρίζουν τη στρατηγική της «εργατικής δημοκρατίας», όμως η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη μπορεί να τεθεί ως πολιτικός στόχος μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Στοιχειώδης επίγνωση των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών δύναμης οδηγεί στην εκτίμηση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι στην «ατζέντα» των επόμενων εβδομάδων ή μηνών.
Το ίδιο το «Πριν» έχει γνώση του προβλήματος. Περιγράφοντας τι μπορεί να συμβεί στις άμεσα ερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, υπογραμμίζει: «Ο λαός θα ενισχύει την Αριστερά, στο τέλος όμως θα προκύπτουν παραλλαγές της σημερινής συγκυβέρνησης Παπαδήμου από τα φθαρμένα αστικά πολιτικά κόμματα. Η Αριστερά θα δεχθεί ισχυρότατη πίεση. Αν μάλιστα αυτό επαναληφθεί, τότε αυτή θα κινδυνεύει να συνθλιβεί ως περιττή και ο λαός για απροσδιόριστο διάστημα να γονατίσει». Η περιγραφή είναι ακριβής και συμφωνούμε απολύτως. Μόνο που θα πρέπει να βρούμε –όλοι μαζί– τον τρόπο που θα διακόπτει και θα ανατρέπει αυτό το εκκρεμές της διατήρησης της πολιτικής ηγεμονίας των «φθαρμένων αστικών κομμάτων».
Κυβερνητική απάντηση
Στην πραγματικότητα το «Πριν» αναγνωρίζει και στο προγραμματικό πεδίο την ανάγκη κυβερνητικής απάντησης της Αριστεράς. Στο ίδιο αφιέρωμα (για τον «αδύναμο αριστερό κυβερνητισμό») προτείνει το εξής πρόγραμμα: «Παύση πληρωμών του χρέους, άρση των ιδιωτικοποιήσεων, δημόσια και δωρεάν υγεία και παιδεία, άμεση έξοδο από το ευρώ, έξοδο από την ΕΕ, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος». Είναι μια θετική πρόταση προς συζήτηση. Όμως δεν είναι ένα πρόγραμμα «εργατικής δημοκρατίας», αφού δεν θίγει το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ούτε ριζικά το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, με πρόταση για κάποια μορφή εργατικών συμβουλίων (σοβιέτ).
Στην πραγματικότητα το «Πριν» προτείνει ένα πρόγραμμα κυβέρνησης της Αριστεράς, με στόχο την ανατροπή της σημερινής επίθεσης του κεφαλαίου, που θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις– να ανοίξει το δύσκολο δρόμο για το σοσιαλισμό και τη διεκδίκηση –τελικά– της εργατικής δημοκρατίας.
Το βασικό πρόβλημα αυτής της διγλωσσίας είναι ότι συσκοτίζει ένα ήδη δύσκολο ζήτημα τακτικής και κάνει ακόμα πιο δύσκολες τις επιλογές στις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες και συμμαχίες.
Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας έχουν πάρει το δρόμο της ανατροπής του μνημονίου, της βάρβαρης καπιταλιστικής επιθετικότητας και των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Για να συνεχίσουν τον αγώνα τους, έχουν ανάγκη από πολιτική πρόταση, από πολιτική προοπτική, που να εμπεριέχει το ζήτημα της κυβέρνησης που θα τεθεί (εκλογικά) στον άμεσο πολιτικό χρόνο.
Συμπαράταξη
Γνώμη μας είναι ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση: Να οικοδομήσουν τη συμπαράταξη της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), να διεκδικήσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς, που στηριγμένη στους ακόμα πιο αναγκαίους μαζικούς αγώνες, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Αλλιώς η Αριστερά κινδυνεύει «να συνθλιβεί ως περιττή» και ο λαός «να γονατίσει για απροσδιόριστο διάστημα».
Ασφαλώς η πρόταση αυτή έχει κινδύνους για μεγάλα σφάλματα. Το 1973 στη Χιλή, η κυβέρνηση της Αριστεράς του Σ. Αλιέντε οδήγησε ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα στη σφαγή. Στην Κύπρο σήμερα, η κυβέρνηση της Αριστεράς του Χριστόφια κάνει πολιτικά εγκλήματα, τόσο στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο, όσο και στο γεωπολιτικό, με τη συμμαχία με το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ.
Σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα αναδεικνύονται οι αρετές των απόψεων των σ. του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί, όπως σωστά υπογραμμίζει το «Πριν», «η κυβέρνηση κατάληξε τελικός και όχι ενδιάμεσος στόχος της Αριστεράς».
Κεντροαριστερά;
Η στρατηγική του κυβερνητισμού έχει πληρωθεί πολύ ακριβά από την Αριστερά. Στη Γαλλία και την Ιταλία οδήγησε στη διάλυση τα κάποτε πανίσχυρα ΚΚ, με τα εκατομμύρια μελών μέσα στο εργατικό κίνημα.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να τεθεί προς συζήτηση μόνο ως τακτικός («ενδιάμεσος») στόχος, στη βάση μιας συγκεκριμένης ανάλυσης των συγκεκριμένων συνθηκών και όχι ως στρατηγικός («τελικός») στόχος της Αριστεράς, που οφείλει να παραμένει προσηλωμένη στη διεκδίκηση του σοσιαλισμού, της εργατικής δημοκρατίας.
Οι θέσεις αυτές δεν είναι αφηρημένες, έχουν άμεση πολιτική αξία. Αυτό φαίνεται στην κίνηση και στα λάθη της ηγεσίας του ΣΥΝ.
Είναι άλλο πράγμα η διεκδίκηση της ανακοπής και τελικά της ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου και άλλο η ουτοπία μιας θετικής εναλλακτικής διαχείρισης της κρίσης του συστήματος, με «ανθρώπινο πρόσωπο». Τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει και όσοι τον υποστηρίζουν καταλήγουν να επαναφέρουν από την πίσω πόρτα προτάσεις σοσιαλδημοκρατικοποίησης της Αριστεράς.
Το πρόγραμμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς (ακόμα και αυτό που προτείνει το «Πριν») αποτελεί μια ασταθή και προσωρινή ισορροπία. Μια ισορροπία καταδικασμένη να ανατραπεί: Είτε από τα αριστερά, με την κίνηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς προς τη σοσιαλιστική αλλαγή. Είτε από δεξιά, με τη φθορά της κυβέρνησης και την ανάκτηση της πρωτοβουλίας από τα «φθαρμένα αστικά κόμματα». Οι πιέσεις αυτές, που εκδηλώθηκαν στη Χιλή παλιότερα, στην «πληθυντική Αριστερά» στη Γαλλία, ή στην Κύπρο σήμερα («υπαγορεύοντας» τις προδοσίες στο ΑΚΕΛ…) δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθούν.
Συμμαχίες
Η έλλειψη καθαρότητας σε αυτά τα ζητήματα στρατηγικής εκδηλώνονται συνήθως με παλινωδίες στα ζητήματα των συμμαχιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχθεί την πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς» στη βάση των συμμαχιών που περιγράφει ο όρος «συμπαράταξη της Αριστεράς». Που σημαίνει ότι αυτός ο (έτσι κι αλλιώς δύσκολος) στόχος μπορεί να επιχειρηθεί μόνο στη βάση μιας συμμαχίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιας συμμαχίας που σήμερα φαίνεται ανέφικτη, αλλά που θα συζητηθεί με διαφορετικούς όρους την επομένη των επερχόμενων εκλογών, που πιθανότατα θα αποτελούν την πρώτη από μια σειρά διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων.
Όμως η ηγεσία του ΣΥΝ έχει ανοιχθεί στις συμμαχίες με τους «πασοκογενείς». Η Ενωτική Κίνηση, του Ν. Κοτζιά, ανακοίνωσε «πρωτοβουλία» για συμμαχία μεταξύ «πασοκογενών»-ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ και Οικολόγων. Αν η ηγεσία του ΣΥΝ προχωρήσει στην κατεύθυνση αυτή, θα κάνει καθαρό ότι μετατοπίζεται πολιτικά προς τον κεντροαριστερό κυβερνητισμό.
Θα είναι ένα σημαντικό πολιτικό λάθος, συντηρητικού χαρακτήρα, στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθήσει, τουλάχιστον ως ενιαίος σχηματισμός.