Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Αυτό που με απογοητεύει στον διάλογο που αναπτύσσεται στον όλο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι διαφορετικές απόψεις, ούτε η σφοδρότητα των αντιπαραθέσεων, αλλά οι κοινοτοπίες, "το λίγο" στις ιδέες, στις αναλύσεις, στους στόχους, στις προτάσεις, στις διεκδικήσεις, στις αντιρρήσεις. Είναι η απουσία φαντασίας.
Κι όμως, η πλειονότητα των στρατηγών και ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών ανήκουν στις γενιές εκείνες του '68, του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης και σε έναν χώρο (με την ευρεία έννοια), εκείνον της αριστεράς, που τον καιρό που ήταν νέοι, αν μη τι άλλο, διεκδικούσε τη "φαντασία στην εξουσία", ενώ ήταν "ρεαλιστές" γιατί "πρότειναν την ουτοπία".
Ήταν κάποτε η αριστερά που (παρ' όλες τις εσωτερικές έριδες και διαφορές της) είχε ιδανικά, στόχους, αντιπάλους στην αντίπερα όχθη. Ήμασταν "εμείς" που θέλαμε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο όμορφο. Ολόκληρο τον κόσμο και όχι την "αυλή του σπιτού μας". Και ήταν οι "άλλοι", γκρίζοι, κομφορμιστές, χωρίς όνειρα, εκτός από εκείνο της κονόμας. Ήταν κάποτε οι εργάτες, οι αγρότες, οι φοιτητές, οι διανοούμενοι: ο κόσμος της εργασίας και της δημιουργίας. Και ήταν οι "καπιταλιστές και οι λακέδες τους": ο κόσμος του κεφαλαίου.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ο προλεταριακός διεθνισμός, μια θεμελιώδης αξία για την αριστερά, που έκανε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, τις επαναστάσεις στην Κίνα και την Κούβα, τα αντάρτικα στη Λατινική Αμερική, τις εργατικές απεργίες στις χώρες της Ευρώπης δικό μας πόλεμο, δικές μας επαναστάσεις και αντάρτικα, δικές μας απεργίες.
Από τη δεκαετία του '50 η αριστερά ακολούθησε βαθμηδόν μια πορεία αντίθετη προς εκείνη του καπιταλισμού. Ενώ το κεφάλαιο έσπαγε τα δεσμά του κράτους - έθνους, για να διεθνοποιηθεί (παγκοσμιοποιηθεί) τελικά στην τελευταία εικοσαετία του αιώνα μας δημιουργώντας το "παγκόσμιο οικονομικό χωριό", η αριστερά προοδευτικά ταυτιζόταν με το έθνος, το κράτος και το κράτος - έθνος.
Στην πρώτη φάση αυτής της πορείας, την επιθετική (για την αριστερά) φάση, στο κράτος βρήκε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο για να αναπτύξει και να καταχωρίσει την πολιτική και συνδικαλιστική της δύναμη. Στη δεύτερη φάση, την αμυντική, οχυρώθηκε πίσω από το κράτος για να υπερασπιστεί όπως - όπως τις κοινωνικές κατακτήσεις από την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Εγκαταλείποντας τις μεγάλες ιδέες που την είχαν γεννήσει.
Ο εκφυλισμός αυτός της αριστεράς είναι κατανοητός. Η προοπτική της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής αλληλεγγύης, η απώλεια κάθε πολιτικού ελέγχου στις οικονομικές επιλογές είναι απειλές καθημερινές και πραγματικές. Αλλά είναι απογοητευτικό εκείνοι που θέλαμε να "αλλάξουμε τον κόσμο" να έχουμε σήμερα ως μοναδικό στόχο την υπεράσπιση των κεκτημένων. Γιατί αυτό σημαίνει, πέρα από την όποια επαναστατική ρητορική χρησιμοποιούμε, ότι έχουμε αποδεχθεί πως αυτόν τον κόσμο δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε, ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο δυνατό μοντέλο.
Και είναι λάθος η "εθνική" απάντηση στην παγκοσμιοποίηση. Η τελική μάχη που εξελίσσεται σήμερα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν μπορεί να δοθεί πλέον στο επίπεδο του κράτους - έθνους. Κανένα κράτος δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την παγκόσμια δύναμη του κεφαλαίου. Μόνο όποιος δεν θέλει να δει δεν βλέπει ότι ο πολιτικός και κοινωνικός έλεγχος στην οικονομία και την παραγωγή μπορεί να επιβληθεί μόνο σε υπερεθνικό πολιτικό επίπεδο, με μια διεθνή κινητοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας.
Οι δυνάμεις και η θέληση υπάρχουν, όπως δείχνουν οι κοινωνικές εκρήξεις σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, αλλά η πρώην διεθνιστική αριστερά δεν φαίνεται ικανή να τις μετατρέψει σε πολιτική πρόταση. Δεν αντιλαμβάνεται ότι στον καιρό της παγκοσμιοποίησης η ταξική πάλη είναι παγκόσμια. Παραπαίει (στις διάφορες εκφάνσεις της) από τον πιο πρωτόγονο μαρξισμό - λενινισμό στον εθνικιστικό λαϊκισμό ή στον άκριτο, άκρατο και ρητορικό ευρωπαϊσμό. Χωρίς μεγάλες ιδέες και χωρίς φαντασία.