Συνέντευξη στην Εποχή και τον Παύλο Κλαυδιανό:
διαβάστε τη συνέντευξη και εδώ:
Οι τρεις εταίροι βρήκαν τελικά κοινή στάση «διαπραγμάτευσης» έναντι της τρόικας;
Δεν τους ενδιαφέρει να βρουν κοινή θέση διαπραγμάτευσης, διότι δεν αναζητούν λύση. Πρώτον, διότι είναι εντεταλμένοι να υλοποιήσουν την πολιτική που επιβάλλει η τρόικα. Τουλάχιστον για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ αυτό είναι δεδομένο. Ως προς τη ΔΗΜΑΡ, ακολουθεί την τακτική «τραβάτε με κι ας κλαίω». Δεύτερον, διότι δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγματευτική λύση στο ασφυκτικό πλαίσιο που έχουν προσυμφωνήσει για να πάρουν τις δόσεις.
Σε κύριο άρθρο της φιλοκυβερνητική εφημερίδα παρότρυνε την κυβέρνηση να πάρει τώρα μέτρα καθώς μετά τα γεγονότα της Κύπρου, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στριμωγμένος. Διαβάζουν σωστά τις τάσεις μέσα στην κοινωνία;
Δεν διαβάζουν τάσεις, τις δημιουργούν. Το κλίμα και τώρα δεν είναι ευνοϊκότερο για την κυβέρνηση, ας έχουν σαν «όπλο» το κυπριακό. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι το αρχικό «όχι» στην Κύπρο, για την κυπριακή κυβέρνηση ήταν «ναι». Δεν τέθηκε εναλλακτική πρόταση. Είπαν «φέρτε μας κάτι καλύτερο». Ακόμη, όμως, κι αυτό το «όχι» έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Εμείς, πρέπει να βγάλουμε τα διδάγματά μας, βέβαια. Πρώτον, όταν λέμε ένα «όχι» πρέπει να ξέρουν ότι το εννοούμε. Δεύτερον, να ξέρουμε ότι το «όχι» αυτό δεν είναι μια απλή αντιπαράθεση, αλλά εθνική και ταξική σύγκρουση. Οι δυνάμεις της εργασίας θα αμφισβητήσουν τις πολιτικές τού κεφαλαίου και μια χώρα θα βγει και θα χαλάσει τη σούπα που φτιάχνουν. Για παράδειγμα τα σχέδιά τους για δύο ευρώ κ.τ.λ. Δεν σημαίνει ότι θα σβήσουμε το μνημόνιο με ένα νόμο, να νομίσουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει διότι έχουμε μια μεγάλη ή μικρή πλειοψηφία στη Βουλή. Θα σημαίνει ρήξη με το καθεστώς, που για να μακροημερεύσει πρέπει να στηριχθεί στις λαϊκές δυνάμεις. Αυτές δεν εκφράζονται με φθαρμένες δυνάμεις του παρελθόντος.
Με την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία η ανατροπή
Αυτό σημαίνει δημιουργία μιας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας που θα αποδεχθεί τη σύγκρουση.
Είναι εκ των ων ουκ άνευ αυτό. Η οποία πλειοψηφία θα γνωρίζει και θα κατανοήσει ότι έχουμε μπροστά μας δύο επιλογές: ή την επιλογή της αντιπαράθεσης, της ρήξης και της σύγκρουσης ή την επιλογή της υποταγής. Εάν τα θιγόμενα κοινωνικά στρώματα υποταχθούν, δεν θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει το πρόγραμμά του με μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά και άλλες πολιτικές δυνάμεις. Εδώ είναι το στοίχημα της Αριστεράς: αυτά τα στρώματα, που η ιστορία έχει δείξει ότι σε περίοδο κοινωνικών καταστροφών περνούν στην ακροδεξιά, να περάσουν το ποτάμι και να πάνε με τις άλλες δυνάμεις, της εργασίας. Οι οποίες δυνάμεις, βεβαίως, πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να έχουν προγραμματικές θέσεις που να αφορούν μόνο το σοσιαλισμό, την εγκαθίδρυσή του εδώ και τώρα.
Μπαίνουμε σε μια διαδικασία κοινωνικών αλλαγών, ανατροπών στις οποίες πρέπει να θητεύσουμε. Όταν λέμε, ως ΣΥΡΙΖΑ, ότι πρέπει να βάλουμε τα προβλήματα μέσα στο λαό, να τα κουβεντιάσουμε και έτσι να βρεθούν οι απαντήσεις, αυτό επιχειρούμε να εφαρμόσουμε. Βέβαια, δεν ξέρω αν το κατανοούμε αυτό στο σύνολό του. Από μας απαιτούν - και οι οργανώσεις μας ακόμη όταν πηγαίνουμε - να έχουμε ένα πρόγραμμα πλήρως διατυπωμένο για κάθε πτυχή της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα από τώρα και μετά. Το περιβάλλον, βέβαια, είναι συνεχώς επιδεινούμενο και μεταβαλλόμενο, αλλάζει με ταχύτατο ρυθμό και αυτό σε δυσκολεύει να έχεις τελικές θέσεις. Πάντως, πρέπει να είσαι έτοιμος για τα πρώτα βήματα, τα οποία θα αποδείξουν και έμπρακτα στον κόσμο ότι όντως ήλθαν αριστερές και αριστεροί στην κυβέρνηση.
Το ζήτημα της συγκέντρωσης των απαραίτητων δυνάμεων για τη σύγκρουση συζητιέται στον κόσμο του κόμματος, και στην ηγεσία του. Συνδέεται με το περίφημο ζήτημα των συμμαχιών.
Χρειάζεται ένα ευρύτατο μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων, για να υπάρξει ανατροπή αυτής της κατάστασης, αναχαίτιση της επίθεσης και να μπει μια νέα πορεία ανάπτυξης με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις δυνάμεις της εργασίας. Δεν μπορεί αυτό να είναι ζήτημα ενός μικρού τμήματος της κοινωνίας. Άρα, αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις πρέπει να εκφραστούν και στο επίπεδο της αντιπαράθεσης και ρήξης, και στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Το ερώτημα είναι ποιος θα εκφράσει αυτές τις δυνάμεις. Θα εκφραστούν, πχ, με τα παλιά τους ηγετικά στελέχη, τα οποία τα έχουν απορρίψει οι κοινωνικές μάζες και έρχονται μαζί μας, ή θα γεννήσουν νέους ηγέτες μέσα από την αντιπαράθεση, από το κίνημά τους; Ή εμείς θα μείνουμε καθηλωμένοι στα πρόσωπα του παρελθόντος; Τα πρόσωπά τους, σε πολύ μεγάλο βαθμό όχι απλώς είναι ανεπιθύμητα στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχουν συμβάλει με την πολιτική τους, την ανοχή τους, τη σιωπή τους και τη συμμετοχή τους τα μέγιστα στην καταστροφή αυτής της χώρας. Πχ ο κ. Αρσένης δεν ήταν μόνο υπουργός. Τα χρόνια της επίθεσης στο λαό έχει, επί της ουσίας, σιωπήσει. Για να μην πούμε και για άλλα στελέχη που, υπουργοί μνημονιακών κυβερνήσεων, ψήφισαν μνημόνια και την τελευταία στιγμή αναζητούν μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κανένας από τους πολιτικούς της πρώτης γραμμής δεν έχει το θάρρος να πει «σφάλαμε, προκλήθηκε μεγάλη καταστροφή και πάω σπίτι μου».
Οι παλιές και οι νέες πολιτικές δυνάμεις
Η κρίση εξάλλου αλλάζει τα δεδομένα.
Είναι φανερό ότι δεν μιλάμε για τις συμμαχίες ενός αριστερού κόμματος ή ρεύματος, το οποίο αναζητά κυβερνητικούς εταίρους να εφαρμόσει απλώς το πρόγραμμά του σε ομαλές συνθήκες. Είμαστε στο 2013, όπου η καταστροφή των δυνάμεων της εργασίας, της κοινωνίας, της οικονομίας, των θεσμών έχει γίνει. Βρισκόμαστε μπροστά στο μεγάλο δίλημμα: ή ανατρέπουμε ολοσχερώς αυτή την κατάσταση, ή υποτασσόμαστε. Αυτές, λοιπόν, οι δυνάμεις, για να στρατευτούν μαζί μας, χρειάζονται δυο – τρία πράγματα. Πρώτον, να πιστέψουν ότι έχουμε πρόγραμμα και ότι δεν τους πάμε στο άγνωστο, ότι ενδιαφερόμαστε όχι να τους εκμεταλλευτούμε και μετά να τους ξεχάσουμε. Δεύτερον, θέλουν κι αυτοί να παίξουν ένα ρόλο και κατά τη διάρκεια της μάχης της ανατροπής και της ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχουν δυνάμεις φερέγγυες, ή δημιουργούνται νέες κατά την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, με τις οποίες μπορούμε, οφείλουμε να συμμαχήσουμε;
Ασφαλώς υπάρχουν. Οφείλουμε να κάνουμε μια χαρτογράφηση των υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων – οι κοινωνικές έχουν ορισθεί. Δεν μπορούμε να βλέπουμε με το ίδιο μάτι, την ίδια κριτική, δυνάμεις που διαφωνούν με τους χώρους στους οποίους είναι ενταγμένοι τώρα, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ ή και η ΔΗΜΑΡ, με δυνάμεις ή στελέχη που μέχρι χθες υπηρετούσαν μνημονιακές κυβερνήσεις. Οι «Οικολόγοι – Πράσινοι», πχ, είναι ένα καλό παράδειγμα. Το φθινόπωρο του 2011 τους επισκεφθήκαμε ως αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ και τους προτείναμε συνεργασία και κοινή, ισότιμη, κάθοδο στις εκλογές, διότι η καταστροφή της κοινωνίας θα ενταθεί. Δεν το δέχθηκαν. Τώρα, μια θέση που ξεκινά από την ανάγκη αυτόνομης καθόδου και έκφρασης στη Βουλή, συγκρούεται με την τραγικότητα που βιώνουμε. Επομένως, μια χαρτογράφηση είναι απαραίτητη και κάθε πρόσωπο και χώρος έχει ανάγκη διαφορετικής αντιμετώπισης.
Με τους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πχ, μπορούμε να συνεννοηθούμε αρκεί να τους πείσουμε ότι, αν μιλάμε μόνο στο όνομα της εργατικής τάξης και της εξουσίας της, της ανατροπής του καπιταλισμού, δεν μπορούμε να είμαστε φερέγγυοι για το μεγάλο κομμάτι των δυνάμεων της εργασίας οι οποίες θα ακολουθήσουν, ενδεχομένως, στον δρόμο προς το σοσιαλισμό, ο οποίος δεν είναι ούτε εύκολος ούτε σύντομος. Θα ακολουθήσουν εάν στη διαδρομή πείθονται ότι δεν είναι παρίες της ιστορίας αλλά συμπρωταγωνιστές της. Η ιστορία μας διδάσκει ότι όταν υπήρξε πρόβλημα χρέους, συγκεντρώνονταν τα χρήματα από το λαό για να πληρωθούν οι δανειστές. Δεν τους σκότωναν. Και ότι όπου υπήρξαν συνθήκες εξέγερσης, για να ανατραπούν αυταρχικά, εκμεταλλευτικά, ξεπερασμένα καθεστώτα, τότε υπήρχε ένα κοινό εργαλείο: η συσπείρωση ετερόκλητων δυνάμεων. Αυτό δεν το αντιλαμβανόμαστε και ισχύει ως κριτική και προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για το ΚΚΕ. Η επιδιωκόμενη καθαρότητα δεν υπήρξε ποτέ, ούτε το 1917. Το θέμα είναι να δώσουμε εμείς πνοή σ’ αυτό το φαινόμενο. Πράγμα, βέβαια, καθόλου εύκολο. Ένας γέροντας σύντροφος στο Περιστέρι, τις προάλλες είπε ότι έτσι όπως είναι διαμορφωμένη η κατάσταση, με τα ΜΜΕ στα χέρια των άλλων, εμείς πρέπει να κάνουμε το εξής: να σταματήσουμε να μιλάμε στα δικά τους μέσα προπαγάνδας και να γίνουμε εμείς οι κήρυκες της φωνής του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο λαό.
Κάτι τέτοιο δεν έκανε ο Γκρίλο;
Του έβγαλα το καπέλο μου. Τον αποκάλεσα γραμματέα της νεολαίας μ’ αυτή την τόσο μοντέρνα ιδέα που έριξε, αν και ακούγεται παλαιομοδίτικη.
*Ο Ν. Μανιός είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
http://www.epohi.gr