Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Αλ.Τσίπρας στη Βουλή:Η πρότασή μας η μόνη βάση συμφωνίας



Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Ζήτησα την σημερινή έκτακτη διαδικασία συζήτησης, διότι βρισκόμαστε πλέον στην τελική ευθεία της διαπραγμάτευσης και ταυτόχρονα στην πιο κρίσιμη καμπή της.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να ενημερωθεί το σώμα και τα πολιτικά κόμματα, να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός, με τον πλέον επίσημο τρόπο για το που βρισκόμαστε  και για το που θέλουμε να πάμε.
Έτσι αντιλαμβάνομαι τη δημοκρατική μου ευθύνη, απέναντι στα κόμματα και στο κοινοβούλιο αλλά και απέναντι στον ελληνικό λαό.
Για αυτό και από την αρχή έχω ξεκαθαρίσει ότι σε αυτή τη διαδικασία, δεν έχουμε ούτε να κρύψουμε ούτε να κρυφτούμε από τον ελληνικό λαό.
Για λογαριασμό του διαπραγματευόμαστε, για λογαριασμό του και με αίσθημα ευθύνης αγωνιζόμαστε ώστε να φέρουμε τη καλύτερη δυνατή συμφωνία.
Δεν έχουμε λοιπόν τίποτα να κρατήσουμε κρυφό.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Από την πρώτη στιγμή η νέα ελληνική κυβέρνηση διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι επιδιώκει μια ευρωπαϊκή λύση στο ελληνικό ζήτημα.
Μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία που θα απεμπλέξει την ελληνική κοινωνία και οικονομία από το υφεσιακό σπιράλ της τελευταίας εφταετίας, βάζοντας επιτέλους τέλος στη λιτότητα, αποκαθιστώντας την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και δίνοντας συνολική λύση στο ζήτημα του χρέους.
Αυτή ακριβώς τη λύση είναι που χρειάζεται όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η ευρώπη ώστε να κλείσει μια και καλή ο επικίνδυνος κύκλος της κρίσης που άνοιξε το 2008.
Αυτή ακριβώς η λύση, θα μπορούσε να σημάνει και μια νέα εποχή για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δίνοντας το μήνυμα ότι η ενωμένη ευρώπη και το κοινό της νόμισμα αποτελούν ιστορικά σημεία μη επιστροφής.
Ότι η στρατηγική των ευρωπαϊκών κρατών που συμμετέχουν σε αυτό το πείραμα είναι μια, ενιαία και αδιαίρετη.
Αυτές τις σαφείς και θεμελιακές θέσεις υπηρετήσαμε καθόλη τη μακρά και πυκνή περίοδο των πολιτικών και τεχνικών διαπραγματεύσεων.
Στις Συνόδους κορυφής, στο EG, στις συζητήσεις με τους πολιτικούς ηγέτες και τους επικεφαλής των θεσμών αλλά και σε τεχνικό επίπεδο στο λεγόμενο Brussels’ Group.
Αυτή την διάθεση και αφοσίωση μας στην ευρωπαϊκή ιδέα, αποδείξαμε έμπρακτα με την κατάθεση της συνολικής και ολοκληρωμένης πρότασης συμφωνίας προς τους θεσμούς και την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία την προηγούμενη εβδομάδα.
Η πρόταση αυτή αποτέλεσε την έμπρακτη και ειλικρινή διάθεσή μας για έναν συμβιβασμό, καθώς δεν αποτύπωσε αυτές καθεαυτές τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων στο Brussels Group. Με δυο λόγια το κοινό τόπο των επί τρίμηνο σκληρών και επίπονων διαπραγματεύσεων. Και υπό αυτή την έννοια ήταν μια σαφής απόδειξη του σεβασμού μας και στις διαδικασίες της διαπραγμάτευσης αλλά και στους συνομιλητές μας.
Η πρόταση αυτή αποτελεί μέχρι σήμερα, τη μόνη ρεαλιστική βάση συζήτησης για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα σέβεται τόσο την λαϊκή εντολή της 25ης Γενάρη, όσο και τους κοινούς κανόνες που διέπουν την νομισματική ένωση.
Βασικό χαρακτηριστικό της πρότασης αυτής είναι η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων την οποία αποδέχονται πλέον και οι θεσμοί.
Διότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που περιλάμβανε το προηγούμενο πρόγραμμα είναι στην πραγματικότητα το άλλο όνομα της σκληρής λιτότητας.
Η πρόταση όμως αυτή αποτελεί βάση συζήτησης μόνο ως ενιαίο σύνολο.
Και αυτό σημαίνει ότι κάποιες δύσκολες παρεμβάσεις που περιγράφονται σε αυτή την πρόταση δεσμεύουν την ελληνική κυβέρνηση και θα υλοποιηθούν υπό μια και μόνη προϋπόθεση: Ότι θα υπάρξει συνολική συμφωνία - λύση για την Ελλάδα. Ότι δεν θα συνεχιστεί, δηλαδή, το θέατρο σκιών της τελευταίας πενταετίας που επιδείνωσε την κατάσταση του χρέους και τις προοπτικές εξόδου από την κρίση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, 
Ας μη γελιόμαστε:
Το κρίσιμο στοιχείο της διαπραγμάτευσης δεν είναι μόνο το μείγμα των μεταρρυθμίσεων που απαιτούν οι εταίροι για να κλείσει το πρόγραμμα. Το κρίσιμο είναι να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αλλαγή της συνταγής και τερματισμό της σκληρής λιτότητας που γεννά ύφεση, αλλά σε συνδυασμό με μια ουσιαστική λύση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους. Γιατί κακά τα ψέματα, μόνο έτσι η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναγίνει ασφαλής για τους επενδυτές και τις αγορές.
Το σύνολο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης για να τελεσφορήσει, προϋποθέτει και μια ουσιαστική λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Μια ουσιαστική λύση και όχι απλή αναφορά υπόσχεσης σε μια απόφαση EG, που ποτέ δεν υλοποιήθηκε, όπως αυτή του 2012.
Διότι διαφορετικά, όσες προσπάθειες και να κάνουμε δε θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της αβεβαιότητας, που αποτελεί το κύριο εμπόδιο για το αναπτυξιακό άλμα της ελληνικής οικονομίας.
Και είμαι βέβαιος ότι κανείς στην Ευρώπη δεν θέλει να παρατείνει την αβεβαιότητα, κανείς δεν θέλει να συνεχίζουμε να βαδίζουμε στο τεντωμένο σκοινί ενός διαρκώς επερχόμενου κινδύνου.
Αν έτσι είναι τα πράγματα, τότε ο εθνικός στόχος για μια συμφωνία δε μπορεί παρά να έχει ως πρώτιστο κριτήριο όχι τόσο τη πολιτική διαχείριση της συμφωνίας αλλά την οικονομική της βιωσιμότητα.
Γι’ αυτό και πολλές φορές έχω τονίσει ότι δεν χρειαζόμαστε απλώς μια συμφωνία. Χρειαζόμαστε λύση. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια χρειαζόμαστε λύση οριστική, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Μια λύση που θα βάζει τέλος στην πολιτική των εξωπραγματικών πλεονασμάτων και  της λιτότητας και ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αυτό είναι το βασικό  διακύβευμα της διαπραγμάτευσης σήμερα καθώς η λιτότητα που επιβλήθηκε για να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή ενός μη βιώσιμου χρέους, αποτέλεσε τον πυρήνα μιας αποτυχημένης επί πενταετία μνημονιακής πολιτικής. 
Και η αποτυχία δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά αναγνωρίζεται πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών ηγεσιών και της κοινής γνώμης. Και δεν αφορά μόνο στην απόρριψη από τον ελληνικό λαό στις πρόσφατες εκλογές. Αντικατοπτρίζεται κυρίως στους δείκτες του χρέους και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και στους δείκτες της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, που παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις δεν ανέκαμψε ποτέ τα τελευταία 5 χρόνια με τα προγράμματα της σκληρής εσωτερικής υποτίμησης.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Οφείλω σε αυτό το σημείο να ομολογήσω ενώπιόν σας αλλά και ενώπιον του ελληνικού λαού, ότι η εισήγηση που μου παρέδωσε ο Πρόεδρος Γιούνγκερ, εκ μέρους των τριών θεσμών, με εξέπληξε δυσάρεστα.
Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα μας παρέδιδαν μια πρόταση που δε θα ελάμβανε υπόψη της το κοινό έδαφος της επί τρίμηνο διαπραγμάτευσης στα Brussels Group.
Δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι η ειλικρινής προσπάθεια της Ελληνικής Κυβέρνησης για μια έντιμη και συνολική λύση, από κάποιους θα εκλαμβάνονταν ως αδυναμία.
Κυρίως, όμως, δεν μπορούσα να φανταστώ πως οι πολιτικοί και όχι οι τεχνοκράτες, δε θα μπορούσαν να κατανοήσουν ότι, μετά από τα πέντε καταστροφικά χρόνια της σκληρής λιτότητας του μνημονίου, θα μπορούσε να βρεθεί έλληνας Βουλευτής που να ψηφίσει την κατάργηση τους ΕΚΑΣ στους χαμηλοσυνταξιούχους και την αύξηση 10 μονάδων στο ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Και αν κάνω λάθος σε αυτή την εκτίμηση, παρακαλώ να με διαψεύσετε.
Δυστυχώς, οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την πλευρά των θεσμών είναι σαφώς μη ρεαλιστικές και αποτελούν οπισθοχώρηση σε σχέση με το κοινό έδαφος που οικοδομήθηκε με μεγάλες δυσκολίες κατά τις διαπραγματεύσεις.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συναινέσει σε παράλογες προτάσεις μέσα από τις οποίες ότι κερδίζεται από τον τερματισμό της λιτότητας με τα χαμηλά πλεονάσματα, επιστρέφει από το παράθυρο με εξοντωτικά μέτρα στους χαμηλοσυνταξιούχους και στη μέση ελληνική οικογένεια.
Και θέλω να πιστεύω ότι αυτή η πρόταση αποτέλεσε μια κακιά στιγμή για την Ευρώπη ή ένα κακό διαπραγματευτικό τρυκ και πολύ σύντομα θα αποσυρθεί από τους ίδιους τους εμπνευστές της.
Θεωρώ μολαταύτα καθήκον μου, προτού πάρω τις οριστικές αποφάσεις για τις επίσημες απαντήσεις προς τους θεσμούς, να ακούσω με προσοχή τη γνώμη των κομμάτων, σε αυτή τη κρίσιμη στιγμή για τη χώρα.
Η βασική ευθύνη προφανώς αναλογεί στη κυβέρνηση, αλλά σήμερα θα ήθελα να ακούσω και τη γνώμη της αντιπολίτευσης με αίσθημα πατριωτικής ευθύνης και με το χέρι στην καρδιά, αν μας καλεί να αποδεχθούμε τη πρόταση που κατέθεσαν οι  τρείς θεσμοί ή αν συντάσσεται εναντίον τους.
Γιατί όλο το προηγούμενο διάστημα ασκήσατε δριμεία κριτική -και βεβαίως καλοδεχούμενη η κριτική γιατί είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας- γιατί δεν υπογράφουμε τη συμφωνία.
Τώρα που γνωρίζετε με ακρίβεια τι μας ζητάνε να υπογράψουμε, σας καλώ με την ίδια ακρίβεια να ξεκαθαρίσετε αν αποδέχεστε ή απορρίπτετε τη προτεινόμενη συμφωνία.
Δεν είναι όμως μόνο οι παράλογες προτάσεις του πρόσφατου κειμένου που μια κακιά στιγμή για την Ευρώπη.
Και δεν είναι μόνο η ρεαλιστική πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης που αποδεικνύει την δέσμευσή της στην Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Θέλω σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσω ότι από τη στιγμή που αναλάβαμε την κυβέρνηση, έχουμε εξυπηρετήσει εξωτερικές υποχρεώσεις ύψους περίπου 7,5 δισ. ευρώ παρά τον χρηματοδοτικό στραγγαλισμό που επελέγη ως διαπραγματευτική τακτική από τους θεσμούς.
Από τον Ιούνιο του 2014, θυμίζω ότι δεν έχει εκταμιευτεί καμία δόση από το χρηματοδοτικό πρόγραμμα, ενώ από τις 18 Φλεβάρη υπάρχει σε ισχύ και περιορισμός από την ΕΚΤ ως προς τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων, που πλέον δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα, από τη στιγμή που παρατάθηκε η ισχύς της δανειακής σύμβασης και η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία διαπραγματεύσεων εντός προγράμματος.
Δεν πρόκειται πλέον απλώς για νομικό ζήτημα, ούτε καν μόνο πολιτικό ζήτημα. Ο χρηματοδοτικός στραγγαλισμός της χώρας αποτελεί πλέον και ζήτημα ηθικής τάξης, που συγκρούεται με τις στοιχειώσεις, τις ιδρυτικές αρχές της Ευρώπης. Ζήτημα που εγείρει εύλογα ερωτηματικά για το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης.
Και είμαι σίγουρος ότι δεν είναι πολλοί αυτοί που στην Ευρώπη νιώθουν περήφανοι για την τακτική αυτή. Είναι επομένως καιρός να αποδείξουν όλοι, τόσο στην Ελλάδα – κυρίως όμως στην Ευρώπη- ότι δουλεύουν για την εξεύρεση λύσης και όχι για να υποτάξουν και να ταπεινώσουν έναν ολόκληρο λαό. Γιατί τότε, αν δουλεύουν για να ταπεινώσουν ή να υποτάξουν, να ξέρουν ότι θα έχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Και αυτό δεν είναι απειλή αλλά απλή διαπίστωση που δε χρειάζεται κανείς να μελετήσει τις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης για να καταλάβει.
Αρκεί να συνομιλήσει με τους ανθρώπους γύρω του, σε κάθε πόλη και χωριό, σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε παρέα Ελλήνων, μεγαλύτερων αλλά και νεότερων, που με αγωνία τούτες τις μέρες συζητά για τις εξελίξεις και μας ζητά ένα πράγμα :
Να μην υποχωρήσουμε από τα δίκαια αιτήματά μας.
Να μην υποκύψουμε σε παράλογες και εκβιαστικές απαιτήσεις των δανειστών.
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Θα με ρωτήσετε, ίσως δικαιολογημένα : Με όλα αυτά τελικά, είμαστε κοντά στο να επιτευχθεί μια βιώσιμη συμφωνία; Θα απαντήσω με το χέρι στη καρδιά : Παρά το μεγάλο πισωγύρισμα της προχθεσινής ημέρας, πεποίθησή μου είναι ότι τώρα είμαστε περισσότερο κοντά παρά ποτέ, και θα εξηγήσω γιατί.
Πρώτον γιατί είναι πλέον σαφές στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινή γνώμη ότι η ελληνική πλευρά έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο λύσης και δεν στέκεται με αδιαλλαξία και αδιαφορία στις ανάγκες και των υπολοίπων εταίρων, με αδιαφορία στους κανόνες που διέπουν την νομισματική ένωση, με αδιαφορία σε όσα και η κοινή γνώμη άλλων μελών ζητά στις χώρες τους.
Δεύτερον –και ίσως και σημαντικότερο- γιατί παρά τις αντίθετες προβλέψεις και τις αντίξοες συνθήκες των τελευταίων μηνών, αντέξαμε.
Επιμείναμε και αντέξαμε να διαπραγματευόμαστε όρθιοι και με ασφάλεια για τον ελληνικό λαό. Και πλέον, μετά τη χθεσινή απόφαση του Ταμείου για μεταφορά των πληρωμών στο τέλος του μήνα, είναι πλέον σαφές σε όλους, πράγμα το οποίο όλοι κατανοούν και πρώτα από όλους κατανοούν και προεξοφλούν οι ίδιες οι αγορές, ότι κανείς δεν επιθυμεί τη ρήξη. Και ο χρόνος πια δε λιγοστεύει μόνο για μας. Λιγοστεύει για όλους.
Για αυτό ας μη βιαστούν ορισμένοι να προδικάσουν εξελίξεις, να βγάλουν συμπεράσματα.
Η ρεαλιστική προσέγγιση της ελληνικής πλευράς είναι η μόνη σοβαρή διαπραγματευτική γραμμή προκειμένου να πάμε σε βιώσιμη συμφωνία.
Κι όσο θα γίνεται περισσότερο από σαφές ότι το ελληνικό ζήτημα δεν είναι απομονωμένο, αλλά αφορά το σύνολο της Ευρωζώνης και της προοπτικής της καθώς και την παγκόσμια οικονομία, τόσο θα μεγαλώνουν οι πιθανότητες οι εταίροι μας, να προσχωρήσουν στον ρεαλισμό και τις ρεαλιστικές θέσεις που έχει καταθέσει με ευθύνη η ελληνική πλευρά.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές θα ήθελα κλείνοντας να συνοψίσω τη στρατηγική επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις :
·         Χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που έχουν γίνει ήδη αποδεκτά και έχουν ήδη  μειώσει το κόστος, τον λογαριασμό για τον ελληνικό λαό κατά 8 δισ. για τον επόμενο ενάμιση χρόνο και κατά 14 δισ. ευρώ στην πενταετία.
·         Απομείωση - αναδιάρθρωση του χρέους.
·         Προστασία των συντάξεων και του πραγματικού μισθού.
·         Αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Διότι, βεβαίως, θα χρειαστεί να υπάρξει αύξηση των εσόδων, το ζήτημα είναι ποιος θα συνεχίσει να πληρώνει τα βάρη, τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα ή αυτοί που έχουν υψηλά εισοδήματα, κυρίως, όμως, αυτοί που τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έδωσαν μερτικό, δεν πλήρωσαν στον λογαριασμό της κρίσης.
·         Επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αντιστροφή της πορείας απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, που κατά τη γνώμη μας ήταν βασικό ιδεολογικό οχυρό της μνημονιακής πολιτικής. Είμαι σε θέση να σας πω ότι σε διαβούλευση με τον ILO, τον διεθνή οργανισμό εργασίας, που έχει προχωρήσει, θα παρουσιάσουμε τις επόμενες μέρες την τελική πρόταση, η οποία θα έρθει και θα νομοθετηθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο, που είναι κυρίαρχο και θα νομοθετήσει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων στη χώρα.
·         Ισχυρό επενδυτικό πρόγραμμα που θα δημιουργήσει θετικό σοκ στην ελληνική οικονομία, κινητοποιώντας και το λιμνάζον δυναμικό της.
Αυτοί οι έξι βασικοί άξονες είναι για εμάς άξονες που μπορούν να διέπουν, να συνοψίζουν την προοπτική μιας συμφωνίας οικονομικά βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης. Η προσπάθειά μας, προφανώς και θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα θα είναι προφανώς θετικότερο όσο ισχυρότερη είναι η βούληση του ελληνικού λαού να στηριχτεί η εθνική διαπραγματευτική γραμμή, η τιτάνια προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Είναι όμως βέβαιο ότι τις επόμενες μέρες και όσο θα εισερχόμαστε στην τελική ευθεία, πως θα ακουστούν πολλά.
Χρειάζεται όμως ψυχραιμία, σύνεση, σωφροσύνη, κοινωνική και πολιτική στήριξη για την επίτευξη του εθνικού στόχου, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Και είναι τώρα η ώρα της ευθύνης για όλους, βεβαίως πρωτίστως για την κυβέρνηση αλλά και για όλα τα υπόλοιπα κόμματα.
Και για την αντιπολίτευση.
Σας καλώ να στηρίξετε με ειλικρίνεια την εθνική προσπάθεια αφήνοντας κατά μέρους, σε αυτές στις κρίσιμες στιγμές, τη γραμμή της σκοπιμότητας και της κινδυνολογίας.
Θέλω, τέλος, να διαβεβαιώσω τον ελληνικό λαό, πως πέρα από περήφανος για αυτή την προσπάθεια, πρέπει να είναι και ήσυχος. Να είναι υπερήφανος γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να λυγίσει σε παράλογες απαιτήσεις. Αλλά να είναι και ήσυχος γιατί η υπομονή και επιμονή μας στη διαπραγμάτευση, η αντοχή μας αυτή, σύντομα θα φέρει καρπούς. Θα υπερασπιστούμε με τον καλύτερο τρόπο το δικαίωμα ενός ολόκληρου λαού να ζήσει με αξιοπρέπεια, κυρίως όμως να ζήσει μέσα σε συνθήκες που θα δίνουν μια προοπτική ευημερίας, προόδου, προκοπής, να ζήσει σε συνθήκες αξιοπρέπειας και ελπίδας, αισιοδοξίας.
Και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε.
Σας ευχαριστώ.
left.gr