– Άρθρο του Γ. Δραγασάκη στην Αυγή 17/7
Το 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει και μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική πολιτική και είναι σημαντική ευκαιρία για να σκεφτούμε πώς να οργανώσουμε το νέο πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς στις νέες συνθήκες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως το πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση μιας χώρας στην Ευρώπη της κρίσης, έχει πλέον αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για πολιτικές δυνάμεις και κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην ουσία, το εγχείρημα μιας κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς συνιστά από μόνο του αφετηρία για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής ταυτότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο προβληματισμός που θα κατατεθεί στο Συνέδριο, ο αναστοχασμός για την έως τώρα πορεία και ο σχεδιασμός για το μέλλον θα είναι καθοριστικά για την εξέλιξη του εγχειρήματός μας και θα πρέπει να τύχουν ευρείας και ουσιαστικής συλλογικής επεξεργασίας.
Οι θέσεις για το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που υπερψηφίστηκαν πρόσφατα στην Κεντρική Επιτροπή κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Και τούτο γιατί, πρώτον, προβαίνουν σε καίριες επισημάνσεις, καταγράφουν λάθη και αδυναμίες, χωρίς να μηδενίζουν ή να εξωραΐζουν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον, αναγνωρίζουν τις νέες μεγάλες προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε και ιχνηλατούν τον δρόμο για ένα σύγχρονο, δημοκρατικό κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα.
Τέλος, σε θέματα ιδεολογικής ταυτότητας, στρατηγικού στόχου και πολιτικής συμμαχιών, οι θέσεις επιβεβαιώνουν τα ιδρυτικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς που συνιστά υπέρβαση τόσο της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας όσο και της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς. Ενός κόμματος που δεν ενσωματώνεται στη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά αναπτύσσει σχέσεις συνεργασίας με εκείνα τα τμήματά της που αποδεσμεύονται από κατεστημένα συμφέροντα και αντιπαλεύουν τις αξίες και τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται πια ως μια νέα πολιτική μορφή της Αριστεράς που δημιουργεί ένα νέο πολιτικό παράδειγμα.
3. Να απαντήσουμε, όμως, και στα δύσκολα ερωτήματα
Οι θέσεις ωστόσο, ιδίως στα θέματα του απολογισμού, χαρακτηρίζονται από κάποια πολιτική ατολμία. Διότι, ενώ αναγνωρίζουν λάθη και παραλείψεις, δεν αναζητούν τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν σε αυτά. Έτσι, δεν θωρακίζουν το κόμμα από την επανάληψη των ίδιων λαθών.
* Γιατί, για παράδειγμα, ενώ το διακηρύξαμε, δεν γίναμε ποτέ ένα ενιαίο κόμμα ισότιμων μελών; Και τι εγγυάται ότι θα γίνουμε στο μέλλον;
* Γιατί επιτράπηκε να λειτουργούν στο εσωτερικό του κόμματος διάφορες ομάδες, ως κόμματα εντός του κόμματος, με όρους και διαδικασίες πλήρους αδιαφάνειας και χωρίς λογοδοσία, αν και αυτό ρητά απαγορευόταν από το καταστατικό;
* Γιατί, ενώ είχε καταστεί σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα θα αναλαμβάναμε κυβερνητικές ευθύνες, τα όργανα του κόμματος δεν ασχολήθηκαν με τρόπο συγκεκριμένο και συστηματικό με την προετοιμασία γι’ αυτό το ενδεχόμενο;
* Γιατί η προγραμματική προετοιμασία δεν έγινε ποτέ υπόθεση ολόκληρου του κόμματος, παρά μόνο ενός μικρού μέρους του και κάποιων τμημάτων και ομάδων της Κεντρικής Επιτροπής;
* Γιατί δεν υπήρξε επαρκής και οργανωμένη προετοιμασία στελεχών για κυβερνητικούς, πολιτικούς ή διοικητικούς ρόλους;
* Γιατί το κόμμα δεν ανέπτυξε ποτέ -όπως ορθά επισημαίνεται τώρα στις θέσεις- εσωτερικές εκπαιδευτικές, επιμορφωτικές και άλλες συναφείς λειτουργίες;
* Γιατί το κόμμα δεν μπόρεσε να διευρυνθεί και να αναβαθμιστεί, σε μερική έστω αντιστοιχία προς την εκλογική δυναμική του;
4. Να συζητήσουμε ανοιχτά – Να θωρακιστούμε για το μέλλον
Ορισμένοι ανάγουν τις αιτίες για τα παραπάνω και άλλα συναφή προβλήματα στις παθογένειες της παράδοσης της Αριστεράς, σε παράγοντες πολιτικής παιδείας και πολιτικού πολιτισμού. Άλλοι πάλι τα αποδίδουν στην ύπαρξη ανταγωνιστικών σχεδίων και απόψεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάποιοι, τέλος, χρεώνουν πολλές από τις αδυναμίες αυτές σε έναν διάχυτο βολονταρισμό που, κατά την άποψή τους, χαρακτήριζε τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και άλλων αριστερών παραδειγμάτων, στη φάση της ανόδου τους.
Όντως, ενίοτε ετίθεντο στόχοι χωρίς να υπάρχει πλήρης συνείδηση των μέσων και των προϋποθέσεων που απαιτούνταν για την υλοποίησή τους. Όχι λίγες φορές βάλαμε «το κάρο μπροστά από το άλογο».
Όμως αυτή η αναντιστοιχία στόχων και μέσων αντανακλούσε ορισμένες φορές και μια σύγχυση ανάμεσα στον στρατηγικό στόχο -την αλλαγή, δηλαδή, του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην Ευρώπη, που αποτελεί ένα μακροπρόθεσμο και συλλογικό εγχείρημα- και στην επιδίωξη της καλύτερης για τα λαϊκά και τα εθνικά συμφέροντα συμφωνίας στο πλαίσιο της υπαρκτής Ευρώπης, που αποτελούσε τον άμεσο στόχο και την άμεση δέσμευση απέναντι στον λαό. Οι δύο χρονικότητες και οι διαφορετικές προϋποθέσεις των δύο αυτών στόχων δεν ήταν πάντα ευδιάκριτες στον πολιτικό μας λόγο, ούτε ήταν ορθά ιεραρχημένες, ιδίως κατά το διάστημα της πρώτης περιόδου των διαπραγματεύσεων. Ακριβώς γι’ αυτό, η συμφωνία που τελικά πετύχαμε έγινε από ορισμένους αντιληπτή ως μια συντριπτική τελειωτική ήττα, αφού πράγματι δεν άλλαξε το κυρίαρχο υπόδειγμα. Εντούτοις, ήταν μια αναγκαστική αναδίπλωση και το καλύτερο που μπορέσαμε να πετύχουμε στο πλαίσιο των υφιστάμενων συσχετισμών.
Όπως όμως κι αν κρίνουμε τη μάχη που δώσαμε και την έκβασή της, ο πόλεμος συνεχίζεται. Τα προβλήματα επομένως του χθες αφορούν και το μέλλον.
Γι’ αυτό και πρέπει στην πορεία προς το Συνέδριο να τα συζητήσουμε ανοιχτά και με ειλικρίνεια, να συνομολογήσουμε κοινά αποδεκτές απαντήσεις και, όπου χρειάζεται, να συγκρουστούμε με λανθασμένες απόψεις και να κάνουμε σαφείς επιλογές. Μόνον έτσι θα θωρακιστούμε για το μέλλον.
5. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αλλαγή παραδείγματος
Οι ερμηνείες αυτές εξηγούν κάποιες από τις διαστάσεις του προβλήματος, δεν απαντούν όμως στον πυρήνα αυτού καθαυτού του προβλήματος. Και το πρόβλημα είναι ότι, ενώ αυτό που αποφάσισε και έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστούσε μια τομή στην ίδια την ιστορία και την παράδοση της ελληνικής Αριστεράς, μια αλλαγή παραδείγματος, αυτή η αλλαγή δεν συνοδεύτηκε από εκείνη την εσωτερική επανάσταση που έπρεπε να γίνει στο επίπεδο των αντιλήψεων και των μεθόδων, στον βαθμό που αυτό εξαρτώνταν από μας.
Και όμως, αυτή η αλλαγή παραδείγματος έχει άμεσες και πρακτικές συνέπειες. Ιδού ορισμένα παραδείγματα-τομές:
* Ενάντια σε μια στρατηγική αναμονής έως ότου διαμορφωθούν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την ενεργητική παρέμβασή του για την αλλαγή των συσχετισμών, τόσο συμμετέχοντας στις πλατείες όσο και διεκδικώντας ταυτόχρονα την κυβερνητική εξουσία.
* Απέναντι σε μια μακρά παράδοση που θέλει την Αριστερά και τον λαό έξω από και απέναντι στο κράτος, το νέο υπόδειγμα στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι κοινωνικές σχέσεις και συσχετισμοί είναι ήδη και εντός του κράτους. Άρα, το ίδιο το κράτος, οι λειτουργίες και οι πολιτικές του αποτελούν πεδία κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού.
* Έναντι μιας μακράς παράδοσης ανάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων της κοινωνίας στο κράτος και τα κόμματα, το νέο υπόδειγμα προκρίνει την πρωτοβουλία, την αυτενέργεια, την ευρηματικότητα, την αυτοδιαχείριση, την αυτοσυντήρηση, την αλληλεγγύη, την πραγματική συντροφικότητα ως οργανικά στοιχεία της ύπαρξης και της δράσης της Αριστεράς.
Το κενό αυτό ανάμεσα στις εμπεδωμένες αντιλήψεις και στις απαιτήσεις του νέου υποδείγματος θα μπορούσε μερικώς να το καλύψει ένα ενιαίο κόμμα με δημοκρατική και συλλογική λειτουργία και ικανότητες επιτελικού σχεδιασμού και δράσης. Ακριβώς γι’ αυτό, τα ελλείμματα και οι ασυνέπειες στο πεδίο αυτό ήταν κρίσιμες.
6. Μεγάλες απαιτήσεις, ελλιπείς προϋποθέσεις
Τα ως άνω προβλήματα μπορούν, σε τελευταία ανάλυση, να αναχθούν σε εγγενείς δυσκολίες του ίδιου του εγχειρήματος, ενός εγχειρήματος που στόχο έχει να διανοίξει νέους δρόμους, να στηρίξει ή και να εφεύρει νέα υποδείγματα προχωρώντας μέσα από αχαρτογράφητες περιοχές. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, μπορούν να αποδοθούν στην αναντιστοιχία ανάμεσα στις απαιτήσεις που συνεπάγεται το εν λόγω εγχείρημα -απαιτήσεις θεωρητικές, πολιτικές, οργανωτικές-, από τη μια πλευρά, και στις ελλιπείς ή ανώριμες προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος και την άσκηση αριστερής πολιτικής, από την άλλη.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι πολλές. Εδώ αναφέρομαι πρωτίστως στο επίπεδο των υφιστάμενων συσχετισμών. Αναφέρομαι όμως επίσης και σε προϋποθέσεις που αφορούν το επίπεδο οργάνωσης και πολιτικής ωριμότητας του ίδιου του πολιτικού φορέα του εγχειρήματος, του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρομαι ακόμη στο επίπεδο ανάπτυξης και τη διαμορφωμένη συνείδηση των κοινωνικών υποκειμένων, των κοινωνικών κινημάτων, των συλλογικών μορφών έκφρασης της κοινωνίας, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους φυσικούς μας συμμάχους, και βέβαια στους συσχετισμούς δύναμης σε κρίσιμους τομείς όπως τα συνδικάτα, η Αυτοδιοίκηση, το κράτος, οι θεσμοί. Η αναφορά μου, πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στην ανάγκη «βίαιης ωρίμανσης» ήθελε να υπογραμμίσει ακριβώς αυτή την απόσταση ανάμεσα στις μεγάλες απαιτήσεις, από τη μια πλευρά, και τις ελλιπείς ή ανώριμες προϋποθέσεις, από την άλλη, καθώς και την ανάγκη ταχείας, κατά το δυνατόν, γεφύρωσής της.
7. Η ωρίμανση των προϋποθέσεων για αριστερή διακυβέρνηση
Αν αυτή είναι η κεντρική αντίφαση που έχουμε να διαχειριστούμε και σήμερα, τότε κυρίαρχος στόχος του πολιτικού μας σχεδίου στην παρούσα φάση πρέπει να είναι η δημιουργία ή η περαιτέρω ωρίμανση των προϋποθέσεων για την άσκηση αριστερής πολιτικής. Το γεγονός ότι έχουμε μια κυβέρνηση με κορμό τις δυνάμεις της Αριστεράς δεν σημαίνει ότι η εν λόγω κυβέρνηση μπορεί αυτόματα να ασκεί αριστερή πολιτική ή ότι έχει τον έλεγχο κρίσιμων κρίκων της εξουσίας. Από τη σκοπιά αυτή, πρέπει να δούμε το ζήτημα των κοινωνικών και των πολιτικών συμμαχιών ως όρο και προϋπόθεση για την υλοποίηση του πολιτικού μας σχεδίου, ανεξάρτητα από την αριθμητική της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Και από τη σκοπιά αυτή είναι επίσης προφανές ότι πρέπει να ξαναδούμε το κόμμα ως αναβαθμισμένη προτεραιότητα, αφού χωρίς αριστερό κόμμα δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση – και μάλιστα η ποιότητα του κόμματος επηρεάζει αποφασιστικά και πολύμορφα και την ποιότητα της διακυβέρνησης. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική όταν σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του κομματικού φαινομένου καλούμαστε να ανακαλύψουμε ξανά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει σήμερα «κόμμα νέου τύπου», πώς συγκροτείται, δηλαδή, και πώς δρα το πολιτικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εποχή μας.
8. Ενιαίο κόμμα σημαίνει ισότιμα μέλη, κοινές δεσμεύσεις, συνολική ευθύνη
Το βέβαιο είναι ότι το αριστερό κόμμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του αν δεν λειτουργεί ως ένας ενιαίος οργανισμός, ως ένας συλλογικός διανοούμενος, με ικανότητες αποτελεσματικής επιχειρησιακής δράσης. Αν δεν έχει μαζικότητα, πυκνή δικτύωση και παρουσία μέσα στην κοινωνία και τα δρώμενά της. Αν δεν αντιστοιχεί τη δομή και τη γείωσή του με τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που έχουν αναδυθεί μέσα από την κρίση. Αν δεν είναι σε διαρκή σχέση με τα κοινωνικά κινήματα. Αν δεν συμβάλλει στην αυτόνομη ανάπτυξή τους και δεν επιδιώκει να μετατρέπει σε θεσμικό κεκτημένο τα δίκαια και υλοποιήσιμα αιτήματά τους. Ταυτόχρονα, όμως, η αριστερή κυβέρνηση έχει ανάγκη από κοινωνικά κινήματα και συνδικάτα που δεν περιορίζονται στην καταγγελία, αλλά διεκδικούν θετικούς στόχους και εφαρμόσιμες πολιτικές σε συνεργασία με αυτή, διατηρώντας πλήρως τη δική τους αυτονομία.
«Ενιαίο κόμμα» δεν σημαίνει βέβαια επιστροφή στη μονολιθικότητα, όπως λένε όσοι θέλουν να κλείσει η συζήτηση αυτή πριν καν ανοίξει. Ούτε βέβαια σημαίνει «αρχηγικό κόμμα». Αντίθετα, το δημοκρατικά και θεσμικά οργανωμένο ενιαίο κόμμα αποτελεί την πιο αποτελεσματική άμυνα κατά του αρχηγισμού αλλά και των κάθε μορφής «τασικών», παραγοντικών ή άλλων άτυπων εξουσιών. «Ενιαίο κόμμα» πρωταρχικά σημαίνει ισότιμα μέλη, δημοκρατικές αρχές, κοινοί κανόνες, κοινές δεσμεύσεις, συνειδητή αυτοδέσμευση αλλά και καταστατική υποχρέωση για την τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων. Το ενιαίο κόμμα σέβεται τη διαφορετικότητα και αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων στο εσωτερικό του, αλλά δεν συνιστά ένα άθροισμα διαφορετικών τάσεων, ομάδων και παραγόντων που προσπαθούν τεχνητά να εμφανίζονται ως ενιαίο κόμμα. Το ενιαίο κόμμα θεμελιώνει τη λειτουργία του στη συλλογικότητα, όπου συλλογικότητα σημαίνει δημοκρατία, κοινή δέσμευση, κοινή και συνολική ευθύνη.
Τέλος, αντιμέτωπη με πρωτόγνωρα προβλήματα και πορευόμενη πολλές φορές μέσα από αχαρτογράφητες περιοχές, η κυβέρνηση και το κόμμα της Αριστεράς έχουν επίσης ανάγκη από έναν διευρυμένο δημόσιο διανοητικό χώρο, έναν ιστό εστιών σκέψης, έρευνας και επικοινωνίας με τη μορφή ερευνητικών ινστιτούτων, δεξαμενών σκέψης, χώρων επικοινωνίας, καθώς και πυκνή δικτύωση και συνεργασία με αντίστοιχες πρωτοβουλίες στην Ευρώπη και διεθνώς.
9. «Ναυπηγώντας εν πλω»
Η αριστερή κυβερνησιμότητα ωστόσο δεν μπορεί να κατανοηθεί ως κάτι το δεδομένο, με όρους μιας «προκατασκευής», ως ένα καλοφτιαγμένο πλοίο που αναμένει την ώρα να πέσει και να αρχίσει το ταξίδι του στη θάλασσα. Η αριστερή κυβερνησιμότητα, το χτίσιμο, δηλαδή, της ικανότητας για διακυβέρνηση, ακριβώς επειδή δεν περιορίζεται στη διαχείριση του υπάρχοντος, μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως μια διαδικασία διαρκής, ως ναυπήγηση που γίνεται «εν πλω», σε συνθήκες μάλιστα μεγάλης θαλασσοταραχής, ως διαδικασία συγκρούσεων και αναδιατάξεων, δοκιμών, αναγνώρισης και διόρθωσης λαθών, εντοπισμού και γενίκευσης θετικών επιτευγμάτων και εμπειριών, μια διεργασία διαρκούς μάθησης. Μέσα από ποιες διαδικασίες και σε ποιους χώρους μπορεί να γίνει αυτό; Του κόμματος ή της κυβέρνησης; Είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία μάθησης απαιτεί τη συνέργεια και των δύο, κυρίως όμως είναι μια διαδικασία που πρέπει να γίνεται ανοιχτά, μέσα στην κοινωνία, μαζί με τον λαό. Είναι κρίσιμη λοιπόν η σχέση κόμματος – κυβέρνησης και οι βάσεις πάνω στις οποίες αυτή οικοδομείται.
10. Σχέση κόμματος και κυβέρνησης: Βάση η κοινή ευθύνη
Το κόμμα δεν έχει μέλλον αν λειτουργεί ως χειροκροτητής της κυβέρνησης. Όμως ούτε η κυβέρνηση μπορεί να υπάρξει χωρίς τη στήριξη του κόμματος. Το σχήμα λοιπόν «άλλο κόμμα, άλλο κυβέρνηση» που χρησιμοποίησε παλιότερα το ΠΑΣΟΚ δεν λειτούργησε και δεν μπορεί να λειτουργήσει, διότι το κόμμα δεν μπορεί να υπάρξει ως ένας αυτόνομος ή ουδέτερος παρατηρητής που στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση, συμμέτοχος στα όποια δικαιώματα, αλλά αμέτοχος στις ευθύνες της διακυβέρνησης. Το κόμμα και η κυβέρνηση συνδέονται με την κοινή ευθύνη για την τύχη του κοινού εγχειρήματος. Αυτή η κοινή ευθύνη, που δεν σημαίνει ούτε ταύτιση ούτε υποκατάσταση, είναι που επιβάλλει τόσο τη στήριξη της κυβέρνησης όσο και την κριτική της για λάθη ή ανεπάρκειες.
Το κόμμα πρέπει να λειτουργεί με τη συνείδηση ότι αποτελεί τον διαχρονικό θεματοφύλακα των αξιών της Αριστεράς και των δεσμών της με τα λαϊκά στρώματα και την κοινωνία. Εξ αυτού του λόγου, πρέπει να έχει κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του κυβερνητικού προγράμματος, απαιτώντας διαρκή και ουσιαστική ενημέρωση στα διάφορα στάδια της υλοποίησής του, τόσο για τα αποτελέσματά του όσο και για τις δυσκολίες που συναντά η εφαρμογή του.
Όμως το κόμμα δεν πρέπει να αρκείται στη μεταβίβαση των αναγκών και των αιτημάτων της κοινωνίας προς την κυβέρνηση, ως ένας μηχανιστικός ιμάντας. Πρέπει να φιλτράρει τις πιέσεις αυτές, να συμβάλλει στη ιεράρχηση των αιτημάτων. Κι αν η κυβέρνηση, υπό την πίεση των αναγκών, διολισθαίνει κάποια φορά προς την υιοθέτηση των εύκολων λύσεων, αντιγράφοντας πρακτικές των κυβερνήσεων του παρελθόντος, το κόμμα είναι αυτό που πρέπει να απαιτεί και να πιέζει διαρκώς για το νέο ήθος και τα νέα πρότυπα διακυβέρνησης που έχει ανάγκη η κοινωνία και τα οποία πρέπει να επιμένει να δημιουργεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Ακόμη, η διασφάλιση της συλλογικής λειτουργίας του ενιαίου κόμματος είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η κρατικοποίηση και ο «καθεστωτισμός», ενώ η ποιοτική αναβάθμιση της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να γίνει αντιληπτή και ως απάντηση στην κρίση των κομμάτων και της πολιτικής, ως ένα πεδίο στο οποίο η Αριστερά μπορεί και πρέπει να πρωτοπορήσει.
Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ