Τα επόμενα στοιχήματα της κυβέρνησης και οι βηματισμοί του κόμματος
Συνέντευξη στην εφημερίδα «Η Εποχή» και στον δημοσιογράφο Παύλο Κλαυδιανό.
Συνέντευξη στην εφημερίδα «Η Εποχή» και στον δημοσιογράφο Παύλο Κλαυδιανό.
Η υπόθεση της Τράπεζας Αττικής, ως συμβάν, παρά την κίτρινη συσκότιση που την περιέβαλλε, μας βοηθά να καταλάβουμε το βάθος της σύγκρουσης σε έναν κεντρικό τομέα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πρόκειται για την αποκάλυψη, όπως είπες σε συνέντευξή σου, για λυσσώδη αντίδραση ορισμένων στο ενδεχόμενο να διαμορφωθεί «παράλληλο ή συμπληρωματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην Ελλάδα». Μπορεί να γίνει εφικτός ο στόχος αυτός της κυβέρνησης και το χρηματοπιστωτικό σύστημα να γίνει πιο πλουραλιστικό, να έλθει πιο κοντά στις κοινωνικές ανάγκες;
Ο στόχος είναι δύσκολος, όμως είναι κοινωνικά αναγκαίος και στο πλαίσιο του δικού μας πολιτικού σχεδίου έχει στρατηγική σημασία. Έχει στρατηγική σημασία διότι η χρηματοδότηση της κοινωνικής οικονομίας, η επέκταση των μικροπιστώσεων, η χρηματοδότηση καινοτόμων επενδυτικών σχεδίων, ιδίως από τη νέα και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα απαιτεί νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, νέα κριτήρια και λογικές που πολύ δύσκολα μπορούν να ανευρεθούν ή να διαμορφωθούν στο παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα τουλάχιστον στις παρούσες συνθήκες. Είναι στόχος δύσκολος, διότι μη έχοντας εθνικούς δημόσιους πόρους να διαθέσουμε, για να δημιουργήσουμε παραδείγματος χάριν μια κλασική αναπτυξιακή τράπεζα, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητούμε μεταβατικούς στόχους ή παρακαμπτήριες οδούς. Προχωρούμε, όμως, και σύντομα θα υπάρξουν απτά αποτελέσματα. Υπάρχουν θέματα νομοθεσίας και δημιουργίας των κατάλληλων θεσμικών πλαισίων πάνω στα οποία δουλεύουν τα αρμόδια υπουργεία. Οι κρίσιμοι παράγοντες που θα προωθήσουν τη δυναμική ανάπτυξη αυτού του χώρου είναι η συνειδητοποίηση της στρατηγικής και της πολιτικής του σημασίας και η ανάπτυξη κοινωνικών συμμαχιών με κοινωνικές δυνάμεις που ασφυκτιούν με την υπάρχουσα δομή και λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και συνεπώς μπορούν να στηρίξουν τέτοιες πρωτοβουλίες.
Ασκήθηκε κριτική προς την κυβέρνηση ότι, δεδομένου το πόσο σημαντική είναι η Τράπεζα Αττικής στο σχέδιό για «παράλληλο σύστημα», θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική όσον αφορά τις επιλογές της ή χειρισμούς που έδιναν το περιθώριο για να κατηγορηθεί για εμπλοκή, ενώ όντως υπήρξε «παραμάγαζο» πολλαπλών χρήσεων για τους άλλους…
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ασκούν κριτική, ξεχνώντας πολύ εύκολα τα πεπραγμένα τους, αλλά, όπως έχει ήδη φανεί, «σκάβουν» επιμελώς ένα «λάκκο», στον οποίο πέφτουν οι ίδιοι μέσα. Προσπαθούν να μας χρεώσουν δικές τους πρακτικές που υπήρχαν στο τραπεζικό σύστημα, από την Αγροτική Τράπεζα ως την Αττικής και τις άλλες τράπεζες. Για εμάς είναι προφανές ότι μιλάμε για ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί με διαφάνεια, υπό δημόσιο κοινωνικό έλεγχο και λογοδοσία. Οι τράπεζες μπορεί να είναι δημόσιες, ιδιωτικές, συστημικές, μη συστημικές, συνεταιριστικές ή ειδικού σκοπού, ντόπιες ή ξένες, όμως για όλες, ανεξάρτητα από τη μετοχική ιδιοκτησία, στόχος μας είναι ένα σύστημα διοίκησης και λειτουργίας που θα διέπεται από τους παραπάνω κανόνες. Και οι κανόνες αυτοί θα ισχύουν με ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα σε πρόσωπα που αναφέρονται στο ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, κρίσιμη παράμετρος για όλα αυτά είναι και η στάση των ίδιων των εργαζομένων στις τράπεζες, η δυνατότητά τους δηλαδή να δράσουν ως δύναμη μετασχηματισμού και όχι συντήρησης της κατεστημένης κατάστασης.
Σκληρή είναι η κριτική προς την κυβέρνηση γιατί επέλεξε τη «λύση» της αύξησης των φόρων. Ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ διατύπωσε συγκεκριμένες προτάσεις για τη μείωση της φορολογίας. Τι απαντάς;
Η φορολογική πολιτική που εφαρμόζουμε, ιδίως η αύξηση του ΦΠΑ, δεν είναι δική μας επιλογή. Εκείνο που εμείς στο πλαίσιο των δεδομένων δεσμεύσεων επιδιώξαμε ήταν η όσο γίνεται μεγαλύτερη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων, των χαμηλότερων εισοδηματικά κοινωνικών ομάδων. Ο κ. Μητσοτάκης, όπως όλοι οι νεοφιλελεύθεροι, επιδίδεται σε έναν «αντι-φορολογικό λαϊκισμό». Επειδή όμως είπε ότι θα μιλά μόνο με κοστολογημένες προτάσεις, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι φορολογικές προτάσεις του θα έχουν δημοσιονομική επίπτωση πάνω από 4 δις ευρώ σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών. Πώς θα αντισταθμιστεί αυτή η επίπτωση; Φαίνεται ότι ο κ. Μητσοτάκης υιοθετεί την πολιτική του ΔΝΤ, που ζητά μείωση των συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου ορίου. Όμως ούτε τα μέτρα αυτά αρκούν. Θα χρειαστούν και άλλες περικοπές κοινωνικών δαπανών. Άρα πίσω από τις υποθετικές φορο-ελαφρύνσεις κρύβεται μια σκληρή αντιλαϊκή πολιτική. Εκτός, βέβαια, αν ο κ. Μητσοτάκης περιμένει να επιτύχει πρώτα η πολιτική της κυβέρνησης. Διότι, η συνεπής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η ανάκαμψη της οικονομίας και η μείωση των πλεονασμάτων σε συνδυασμό με μια πολιτική αναδιανομής θα μας επιτρέψουν σε 1-2 χρόνια να προχωρήσουμε σε στοχευμένη μείωση του συνολικού φορολογικού βάρους και δικαιότερη κατανομή του, με ταυτόχρονη αύξηση της δημόσιας δαπάνης για τη παιδεία και το κοινωνικό κράτος. Αυτή, όμως, είναι η δική μας πολιτική και βρίσκεται στον αντίποδα εκείνης του κ. Μητσοτάκη.
Σε μία τοποθέτησή σου υποστήριξες ότι η οικονομία σταθεροποιείται και μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης. Πού στηρίζεις αυτή την εκτίμηση;
Επί ένα και πλέον χρόνο η ΝΔ καταστροφολογούσε λέγοντας ότι η κυβέρνηση οδηγεί την οικονομία σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Εμείς, αντίθετα, υποστηρίζαμε ότι η οικονομία βρίσκεται σε φάση σχετικής σταθεροποίησης και από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα μπει σε φάση ανάκαμψης η οποία, πλην ακραίων απροόπτων, αναμένεται να επιταχυνθεί το 2017 και 2018. Οι εξελίξεις διαψεύδουν τις καταστροφολογικές προβλέψεις και επιβεβαιώνουν τις δικές μας εκτιμήσεις. Πράγματι, από το δεύτερο τρίμηνο σταματά η πτώση και σημειώνεται μικρή αλλά σταθερή άνοδος του ΑΕΠ, της απασχόλησης, των επενδύσεων και της επιστροφής των καταθέσεων στις τράπεζες. Για το λόγο αυτό το συνήθως δύσπιστο ΔΝΤ αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του προς τα πάνω και όλα δείχνουν ότι πράγματι το 2016 θα είναι έτος καμπής της οικονομίας, και μεταστροφής από την ύφεση στην ανάκαμψη. Το επόμενο στοίχημα είναι η επιτάχυνση της ανάκαμψης, ο προσανατολισμός της στη κατεύθυνση μιας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης και η διασφάλιση ότι θα αρχίσει να έχει άμεσα αντίκτυπο στην κοινωνία και τα πληττόμενα τμήματά της.
Υπάρχει μία έκδηλη ανησυχία στον ευρύτερο κόσμο του κόμματος διότι υπάρχει μία κλιμακούμενη απογοήτευση από τμήματα της κοινωνίας που στήριξαν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κυβέρνηση. Πώς πρέπει, κατά τη γνώμη σου να επαναβεβαιώσουμε τους δεσμούς μας με αυτά τα τμήματα της κοινωνίας;
Καταρχήν πρέπει να αναλύσουμε το φαινόμενο με νηφαλιότητα και αυτοκριτική διάθεση. Δεν αρκεί να τα ανάγουμε όλα στην – όντως – σκληρή διαπραγμάτευση ή στην πολεμική των αντιπάλων. Πέρα από τους παράγοντες αυτούς, υπάρχουν ελλείμματα που είχαμε και πριν τις εκλογές που τώρα φαίνονται οι συνέπειές τους. Και υπάρχουν λάθη που και σήμερα ενδεχομένως να συνεχίζονται. Πρέπει να τα εντοπίσουμε, να διδαχτούμε από την πείρα μας, να βγάλουμε συμπεράσματα, να ενσωματώσουμε τα μαθήματα στη στρατηγική μας. Αυτή είναι, θεωρώ, η πιο δημιουργική αποστολή του συνεδρίου. Και θα είναι μια συμβολή στη συγκρότηση του νέου παραδείγματος της ριζοσπαστικής αριστεράς σε συνθήκες διακυβέρνησης. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να δούμε το κόμμα και το ρόλο του, την οργανωμένη παρουσία του σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, που ήταν και παραμένει ελλιπέστατη, την εσωτερική του λειτουργία και την ικανότητά του να παράγει πολιτική, να χτίζει το συλλογικό «εμείς», να οργανώνει κοινωνικές συμμαχίες και τις σχέσεις του γενικότερα με τη κοινωνία, να εκπέμπει με την συνολική του παρουσία το ήθος που αντιστοιχεί στις αξίες και τους αγώνες της Αριστεράς.
Διάβασα με προσοχή τη συμβολή σου στο κείμενο των θέσεων. Αναφέρεσαι, αναζητώντας τις βαθύτερες αιτίες των λαθών μας, στις «δυο χρονικότητες», στη σύγχυση άμεσων και απώτερων στόχων, ότι συχνά βάλαμε «το κάρο μπροστά από το άλογο» ή την αναντιστοιχία μέσων και στόχων. Ας τα διευκρινίσουμε λίγο περισσότερο όλα αυτά:
Γνωρίζαμε, θέλω να πιστεύω όλοι και όλες, ότι η στρατηγική μας είχε ως εξωτερικό όριο τους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Γνωρίζαμε, επίσης, ότι αν ήμασταν πρώτοι και μόνοι στη προσπάθεια αλλαγής του κυριάρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος θα απολαμβάναμε μεν την τιμή του πρωτοπόρου, αλλά θα είχαμε, δε, να διαχειριστούμε και το τίμημα μιας πρόσκαιρης ήττας ή αποτυχίας. Με βάση αυτήν την παραδοχή κάναμε την επιλογή μας. Και, κατά τη προσωπική μου άποψη, καλώς την κάναμε. Δε μπορέσαμε όμως, και ενδεχομένως δεν το προσπαθήσαμε επαρκώς, να εξηγήσουμε τη σχέση ανάμεσα στην εσωτερική αλλαγή και την αλλαγή στην Ευρώπη. Η αλλαγή στο εσωτερικό τελείται στον παρόντα χρόνο, ενώ η αλλαγή στην Ευρώπη προσδιορίζεται από εντελώς διαφορετικούς όρους και έχει άλλη κλίμακα χρόνου.
Όλα αυτά μπορούν να συζητηθούν σε ένα πλαίσιο ανάλυσης υποκειμενικών αδυναμιών αλλά και αντικειμενικών εμποδίων. Ωστόσο η όποια συζήτηση, δεν πρέπει να περιοριστεί στην υπόδειξη κάποιων αστοχιών, αλλά πρέπει να στοχεύει στη συγκρότηση μιας στρατηγικής που «μαθαίνει», που διαμορφώνεται σε συνθήκες μάχης ή «εν πλω», που προχωράει και συζητά κριτικά και αυτοκριτικά, μια στρατηγική που δεν αρνείται τα λάθη της, αλλά διδάσκεται από αυτά.
Δεν ήταν μόνο οι διαφορετικές χρονικότητες, που συχνά ισοπεδώνονται. Επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να κινούμαστε με μία μεγάλη απροσδιοριστία στόχων, θεωρώντας πως όλα είναι δυνατά, που ξεκινούσε από τη «μονομερή ρήξη» μέχρι την επίτευξη κάποιου «συμβιβασμού», τον οποίο ουδέποτε θελήσαμε να συζητήσουμε ανοιχτά ή να προσδιορίσουμε τα όριά του έστω και προσεγγιστικά. Μιλούσαμε για στόχους, δίχως να αναδεικνύουμε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ασκούνταν μάλιστα πολεμική σε όποιον επιχειρούσε το αντίθετο. Αυτά είναι γεγονότα που, μαζί και με πολλά άλλα, πρέπει να τα συζητήσουμε και πρέπει από αυτά να αντλήσουμε συμπεράσματα· όχι με όρους αναζήτησης της υποκειμενικής δικαίωσης ή αναδιατύπωσης της ιστορίας, αλλά με όρους καλύτερης προετοιμασίας και συγκρότησης του θεωρητικο-πολιτικού εξοπλισμού για τις επόμενες μάχες, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι ευκολότερες ή λιγότερων απαιτήσεων.
Μίλησες για την ανάγκη ενός «ενιαίου κόμματος» στην πορεία προς την κυβέρνηση, αλλά και στη διάρκεια της κυβέρνησης. Τί εννοείς με αυτό;
Η λέξη-κλειδί δεν είναι το «ενιαίο» αλλά το «κόμμα». Κι εγώ έχω, όπως όλοι μας, βιωματικές εμπειρίες που με οδηγούν σε διαπιστώσεις και προβληματισμούς που νομίζω απασχολούν τη πλειοψηφία των μελών του κόμματος. Το βασικό ερώτημα είναι το τι θέλουμε να κάνουμε και με ποιο πολιτικό υποκείμενο ή υποκείμενα θα το πετύχουμε. Ποιος θεωρούμε, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι ο ρόλος του κόμματος σήμερα. Η δική μου άποψη είναι ότι η Αριστερά του 21ου αιώνα χρειάζεται αντίστοιχα ένα νέο υπόδειγμα πολιτικού υποκειμένου το οποίο δεν μπορεί να είναι το μονολιθικό κόμμα της κομμουνιστικής παράδοσης, ούτε μπορεί να είναι ένα αρχηγικό κόμμα, ούτε, φυσικά, θεωρώ ότι το ζητούμενο υπόδειγμα μας το προσφέρει η «τασική» συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων ετών.
Η σωρευμένη πολιτική εμπειρία των τελευταίων χρόνων μας δίνει την ύλη για να απαντήσουμε στο ερώτημα του τί θέλουμε να κάνουμε ως πολιτικός χώρος και τί είδους πολιτική μορφή θα υπηρετήσει αυτή τη στοχοθέτηση. Κατά την άποψή μου, λοιπόν, θέλουμε ένα κόμμα που να μπορεί να στηρίξει το εγχείρημα της Αριστεράς και όχι απλά την κυβέρνηση. Θέλουμε ένα κόμμα το οποίο θα έχει διάρκεια και το οποίο θα μπορεί να οργανώνει τους πολιτικούς αγώνες του χώρου είτε βρισκόμαστε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Θέλουμε ένα κόμμα το οποίο θα συμπυκνώνει, θα επανεπεξεργάζεται και θα γειώνει στην κοινωνία το συλλογικό σχέδιο της «Κυβέρνησης της Αριστεράς» και σε περίπτωση εκλογικής ήττας θα είναι αυτό που θα οργανώσει την ανάκαμψη και την αντεπίθεση. Και αυτό δε μπορεί να επιτευχθεί από ένα κόμμα-άθροισμα τάσεων. Και για να απαντήσω πιο άμεσα στο ερώτημά σου θέλουμε ένα ενιαίο κόμμα στο οποίο να μπορούν να υπάρχουν ιδεολογικά ρεύματα ή πρόσκαιρες ομαδοποιήσεις για συγκεκριμένα θέματα και όχι ένα άθροισμα τάσεων που προσπαθούν να «φαίνονται» ως ενιαίο κόμμα.
Κάτι, ακόμη, που νομίζω σημαντικό. Θέλουμε ένα κόμμα που να μπορεί να παίρνει αποφάσεις, να κάνει επιλογές, ενίοτε δύσκολες και άρα πρέπει να έχει σαφείς κανόνες και διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, που να τηρούνται και να μη μένουν στα χαρτιά. Πρέπει να έχει συγκεκριμένους και σαφείς προγραμματικούς στόχους και μια διακριτή υπόσταση, και όχι να ταυτίζεται με το «δημόσιο χώρο της Αριστεράς», ή να διαχέεται σ’ αυτόν, στον οποίο δημόσιο χώρο μπορούν να συνάρχουν οι πιο διαφορετικές απόψεις ακόμη και ανταγωνιστικά σχέδια. Έτσι, ως προς τη μορφή του κόμματος, φαντάζομαι το σύγχρονο υποκείμενο της Αριστεράς, ως έναν αστερισμό οργανώσεων, ομάδων, συλλογικοτήτων, πρωτοβουλιών, μέσων ενημέρωσης και δεξαμενών σκέψης, όπου στο κέντρο του υπάρχει μία σταθερή δομή – το κόμμα – το οποίο θα είναι ο πυρήνας και η κύρια πολιτική έκφραση του «δημόσιου χώρου της Αριστεράς». Οι τάσεις και τα ρεύματα θα πρέπει να κινούνται πρωτίστως σε αυτόν τον «δημόσιο χώρο της Αριστεράς» και επί της ουσίας το κόμμα είναι απαραίτητο για να διατηρεί τη συνοχή και να συγκροτεί τη πολιτική έκφραση αυτού «αστερισμού» χωρίς να αποκλείεται και στο εσωτερικό του, όπως ήδη είπα, να διαμορφώνονται πρόσκαιρες τάσεις που δεν θα παίρνουν τη μορφή μόνιμων δομών ή οιονεί κόμματων εντός του κόμματος.
Οι θέσεις λένε ότι δεν κρατήσαμε την ορθή σχέση Κόμματος – κυβέρνησης, σε βάρος προφανώς του κόμματος. Πώς μας συνέβη; Πώς δεν θα επαναληφθεί;
Το πρόβλημα ήταν γνωστό και σύνηθες στα αριστερά κόμματα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες. Αυτό που συμβαίνει, συνήθως, είναι ότι το κόμμα «αδειάζει» από στελέχη, το κέντρο βάρος στη λήψη αποφάσεων μεταφέρεται στη κυβέρνηση και ο ρόλος του κόμματος υποβαθμίζεται. Αυτό έγινε και σε μας και μάλιστα με πολύ έντονο τρόπο. Είχαμε προειδοποιηθεί από συντρόφους και φίλους από άλλες χώρες με συναφείς εμπειρίες, αλλά και από μελετητές του φαινόμενου. Δυστυχώς, ποτέ μας απασχόλησε ως ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα της προετοιμασίας ή της αναζήτησης στελεχών για να καλύψουν θέσεις κυβερνητικής ή διοικητικής ευθύνης. Ιδέες και προτάσεις που είχαν υποβληθεί στα όργανα του κόμματος από την Επιτροπή Προγράμματος και μεμονωμένους συντρόφους δεν έτυχαν προσοχής.
Τι πρέπει να γίνει; Ακούγονται πολλές ιδέες οργανωτικού χαρακτήρα, για οργανωτικές συνδέσεις και ποικίλους οργανωτικούς συντονισμούς. Όμως το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό αλλά πολιτικό. Κατά τη γνώμη μου, οι όποιες οργανωτικές διευθετήσεις δε θα αποδώσουν αν δεν ενταχθούν σε ένα σχέδιο που θα αποσκοπεί στη συνολική αναβάθμιση του ρόλου του κόμματος και αν ο εν λόγω αναβαθμισμένος ρόλος δεν κατοχυρώνεται με μια δομικού χαρακτήρα ανακατανομή ισχύος από άτυπα και άμορφα όργανα σε θεσμοθετημένα όργανα και διαφανείς διαδικασίες, όπως και μια αντίστοιχη ανακατανομή ανάμεσα στη κυβέρνηση, το κόμμα και τη κοινοβουλευτική ομάδα.
Το κόμμα συζητά αυτή τη στιγμή στις προσυνεδριακές. Αν σε μια οργάνωση μελών σε ρωτούσαν τι σε δίδαξε η κυβερνητική ευθύνη μας και συμμετοχή σου, δυο – τρία βασικά πράγματα, που συνδέονται με τη διαδρομή ως την κυβέρνηση, τον 1,5 χρόνο διακυβέρνησης και την προοπτική μας τι θα απαντούσες;
Γνωρίζαμε εξαρχής, πριν τις εκλογές, ότι όσο και να προετοιμαζόμασταν, θα ήταν πιθανό να βρεθούμε αντιμέτωποι με καταστάσεις που δε θα ήταν δυνατό να προβλέψουμε. Εκτός από τα άγνωστα-γνωστά που μπορεί κανείς να τα μάθει, υπάρχουν και τα άγνωστα-άγνωστα πράγματα που δεν είναι γνωστό από πριν ότι υπάρχουν. Υπήρχε, δηλαδή, μία ζώνη αβεβαιότητας την οποία δε θα καλύπταμε όσα «σχέδια επί χάρτου» και αν κάναμε. Η απάντηση της θεωρίας και της ιστορίας σε αυτή τη «μαύρη τρύπα» της αβεβαιότητας, είναι ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου. Το κόμμα είναι αυτό που, συνεκτιμώντας τα κάθε φορά δεδομένα, θα πλοηγήσει το εγχείρημα στις «αχαρτογράφητες θάλασσες». Γι’ αυτό επιμένω στον κρίσιμο ρόλο του κόμματος ως στηρίγματος του συλλογικού μας εγχειρήματος. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα ξεχώριζα.
Ακολούθως, όταν άρχισαν να αναπτύσσονται τα κοινωνικά κινήματα, ήδη από τη δεκαετία του 1990, τα ίδια τα κινήματα έβαζαν το ζήτημα ότι ο ορίζοντας των διεκδικήσεων τους είναι περιορισμένος αν δεν έχουν πρόσβαση σε μοχλούς κυβερνητικής εξουσίας. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που αρχίσαμε να σκεφτόμαστε το ζήτημα αυτό με νέους όρους κι ας ήμασταν τότε στο όριο της εκλογικής επιβίωσης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που θέλαμε να παλέψουμε για την κυβέρνηση. Τώρα που είμαστε στην κυβέρνηση, τώρα που αρχίζουμε να έχουμε πρόσβαση σε μοχλούς της κυβερνητικής εξουσίας γίνεται πιο αισθητή η ανάγκη των κινημάτων, η δυσκολία που υπάρχει, όταν έχουμε υποχώρηση και αποδυνάμωση των κινημάτων. Άρα η κυβερνώσα αριστερά και η κινηματική αριστερά δεν αποτελούν δυο ανταγωνιστικές ή εναλλακτικές εκδοχές της Αριστεράς, αλλά συμπληρωματικούς πυλώνες του νέου παραδείγματος της κυβερνώσας ριζοσπαστικής αριστεράς που διαμορφώνουμε.
Το τρίτο που θα ξεχώριζα είναι ότι χρειαζόμαστε χώρους και διαδικασίες που να επιτρέπουν να συζητούνται τέτοια προβλήματα συστηματικά και όχι σποραδικά και κατά περίσταση. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα που να οργανώνει συλλογικά αυτές τις διαδικασίες μάθησης ως βασικό μηχανισμό ποιοτικής αναβάθμισης και ενίσχυσης της συνοχής του.