Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Στο στερέωμα της αναζήτησης

Του ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΚΑΛΙΟΥ

Eδώ και 40 χρόνια (από τη διάσπαση του ΚΚΕ) εκκρεμεί η επεξεργασία πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά λειτουργικής προγραμματικής πρότασης της αριστεράς η οποία σε μια πρώτη φάση μπορεί κατ' αρχήν να γίνει αποδεκτή ως βάση της αναγκαίας συσπείρωσης των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και μαζί ως «μέσο» για την αντιμετώπιση του φαινομένου της γενικευμένης δυσπιστίας ή και αδιαφορίας ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων (κυρίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) αναφορικά με την πολιτική λειτουργικότητα του ανατρεπτικού λόγου της ριζοσπαστικής αριστεράς στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, ακόμα και στις χώρες της Ευρώπης με επαναστατική και αριστερή εν γένει παράδοση.

Η αποτυχία του σταλινικού σοσιαλιστικού πειράματος, καθώς και του μπερνσταϊνικού σοσιαλδημοκρατικού, αλλά και η αποτυχία στην πράξη του καινοτομικού ευρωκομμουνισμού (με καταλυτική την αυτοκαταστροφική επίπτωση της πολιτικής επιλογής του «ιστορικού συμβιβασμού»), στρέφει τη σκέψη στην αναζήτηση άλλων προτάσεων, επινόησης άλλων θεωρητικών σχημάτων, που η συγκεκριμένη τους έκφραση θα μπορούσε να δώσει ένα σύγχρονο και πολιτικά λειτουργικό περιεχόμενο στις ριζοσπαστικές ιδέες και στόχους της αριστεράς, ικανό να σπάσει το φράγμα που, μετά την κατάρρευση της Σ.Ε., έχει δημιουργηθεί στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών μαζών με αριστερές ευαισθησίες, αλλά και μεγάλου τμήματος της προοδευτικής διανόησης, σχετικά με τη δυνατότητα κατάργησης του καπιταλισμού. Η πρόθεση αυτή, εκτιμώ ότι υποκρύπτεται στο κείμενο του Γιάννη Δραγασάκη με τον τίτλο «Από την κρίση του νεοφιλελευθερισμού σε μια νέα οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών» ("Η Αυγή", 28.12.2008).

Πρόκειται βέβαια για πρόθεση η οποία τροφοδοτεί έναν θεωρητικό προβληματισμό (και τροφοδοτείται από αυτόν) στον πυρήνα του οποίου είναι η σκέψη ότι με δεδομένο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που βασίζεται στην αρχή του υπερκέρδους, είναι δυνατή η ανάπτυξη ενός άλλου τρόπου παραγωγής (καθώς και ενός άλλου τρόπου ζωής), που σκοπό έχει την ικανοποίηση των «ώριμων» κοινωνικών και συλλογικών αγαθών που «λειτουργούν εκτός της αγοράς και της λογικής της» (βλέπε συνέντευξή του στην "Αυγή", 8.2.2009). Στη βάση αυτή είναι δυνατή, λέει ο Δραγασάκης, η ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας. Αυτή η «νέα οικονομία» θα είναι ικανή να λειτουργήσει ανταγωνιστικά στην οικονομία του κέρδους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη δρομολόγηση της διαδικασίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων υπέρ της αριστεράς, που πετυχαίνεται με την προβολή προς τις μάζες αυτής της «νέας» σκέψης. Η επιλεκτική αναφορά στον τρίτο τόμο του "Κεφαλαίου", όπου ο Μαρξ μιλά, κάπου, για αυτοαναιρέσεις του καπιταλισμού μέσα στον καπιταλισμό, σκοπό έχει τη θεωρητική μαρξιστική «νομιμοποίηση» αυτής της σκέψης - πρότασης.

Υποστηρίζεται λοιπόν ότι στον καπιταλισμό είναι δυνατή η λειτουργία δύο διαφορετικών οικονομιών. Η οικονομία που λειτουργεί με βάση τη λογική του κεφαλαίου και η οικονομία που λειτουργεί με βάση τη «λογική του κόσμου της εργασίας». Η δεύτερη αναιρεί την πρώτη και αποτελεί τη βάση της σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία θα αντικαταστήσει την οικονομία του καπιταλισμού.

Ο συλλογισμός που οδηγεί σ' αυτή τη σκέψη αποκτά μεγαλύτερη φραστική σαφήνεια στο άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου «Η οικονομία των αναγκών»: μια έννοια-κλειδί ("Η Αυγή", 14.6.2009) το οποίο, όπως λέει, «προέρχεται από μια συλλογική δουλειά, από ένα εργαστήρι γ;ια την οικονομία των αναγκών που οργάνωσε το Τμήμα Θεωρίας του ΣΥΝ», προσθέτοντας ότι στο άρθρο αυτό έχει προσπαθήσει να ενσωματώσει τις ομιλίες ή παρεμβάσεις του Γιάννη Δραγασάκη, του Χάρη Γολέμη, του Λάκη Δεδουσόπουλου, του Γιώργου Ιωαννίδη, του Νάσου Ηλιόπουλου, του Τάσου Κυπριανίδη, του Χρήστου Λάσκου, του Αριστείδη Μπαλτά, του Στέλιου Μπαμπά, του Χριστόφορου Παπαδόπουλου, του Μιχάλη Σπουρδαλάκη και άλλων που συμμετείχαν στο εργαστήρι.*

Όταν το ερώτημα γίνεται θέση

Σε διάκριση με το άρθρο του Δραγασάκη το οποίο είναι γραμμένο κατά τρόπο που πολλά από τα ζητήματα που θίγει θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως υπόθεση εργασίας για τη μελέτη τους, το άρθρο του Τσακαλώτου είναι γραμμένο κατά τρόπο σαν να είχαν μελετηθεί από τους συμμετέχοντες στην παραπάνω συνάντηση όλα τα συναφή με το κύριο θέμα, την «οικονομία των αναγκών», ζητήματα, καταλήγοντας σε θέσεις στρατηγικής σημασίας για την αριστερά -συνοδευόμενα, όπως είθισται, από την απαραίτητη θεωρητική και πραγματολογική τεκμηρίωση. Έτσι το στοιχείο της αμφιβολίας που χαρακτηρίζει κάθε επιστημονική υπόθεση εργασίας μετατρέπεται σε βεβαιότητα, σε θέση. Η θέση όπως καταλαβαίνει ο καθένας είναι η τελείωση του ερωτήματος, είναι η άρση της αμφιβολίας που υποκρύπτει το ερώτημα. Η αμφιβολία που υπάρχει σε κάθε ερώτημα γίνεται βεβαιότητα.

Τα κείμενο του Τσακαλώτου δημιουργεί σειρά ερωτημάτων τα οποία δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν στο παρόν άρθρο, πολύ λιγότερο δυνατή είναι η ανάλυση εννοιών που αφορούν το κοινωνικό, το οικονομικό, αλλά και το ανθρωπολογικό πρόβλημα των αναγκών όπως η έννοια λογική των αναγκών, λογικές ανάγκες, βασικές ανάγκες, πραγματικές ή αληθινές, πλαστές ή ψεύτικες ανάγκες, αυθεντικές ανθρώπινες ανάγκες, ριζικές ανάγκες (Χέλλερ), «ανάγκη ως σκοπός» και «ανάγκη ως έλλειψη» (Χέλλερ) κ.λπ. Αυτό απαιτεί ειδική μελέτη την οποία, εξάλλου, σκοπεύω να ετοιμάσω για κάποιο θεωρητικό περιοδικό. Όσα θα πω λοιπόν στη συνέχεια σκοπό έχουν να λειτουργήσουν ως έναυσμα για την αναγκαία συζήτηση των «θέσεων» που αναπτύσσονται ή απλώς θίγονται στα εν λόγω άρθρα σε επιστημονική ημερίδα στην οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η παρατήρηση του Ιγκνάσιο Ραμονέ περί της «κρίσης σαφήνειας νοημάτων». Η ημερίδα αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις «θέσεις» των δυο άρθρων ως ερωτήματα-προβλήματα προς μελέτη. Η μετατροπή των ερωτημάτων αυτών σε θέσεις καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της στρατηγικής της αριστεράς, όπως ισχυρίζεται στο άρθρο του ο Τσακαλώτος, οδηγεί τη σκέψη και μαζί την πολιτική πράξη σε αδιέξοδα, που μας απομακρύνουν από το πραγματικό πρόβλημα. Αυτό πιστεύω θα φανεί από τα ακόλουθα:

Δυο αντίπαλες λογικές στο θέμα των αναγκών. Εννοιολογική ασάφεια

Στο άρθρο του Τσακαλώτου υποστηρίζεται ότι στον καπιταλισμό λειτουργούν δυο διαφορετικές, δυο αντίπαλες λογικές στο θέμα των αναγκών της κοινωνίας και των ανθρώπων. Η λογική του κεφαλαίου και η λογική του κόσμου της εργασίας. «Στη λογική του κεφαλαίου οι ανάγκες δεν αποτελούν τον στόχο, αλλά τα μέσα. Ο στόχος είναι το κέρδος και η κυριαρχία του κεφαλαίου... Η παραγωγή διαστρεβλώνεται για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των πλουσιότερων στρωμάτων. Περισσότερα καλλυντικά, κλπ...» Για να θυμηθούμε και το κεντρικό πολιτικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολλών.

Στη λογική του κόσμου της εργασίας οι ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων δεν υποτάσσονται στη λογική του κέρδους, στη λογική της αγοράς. Στην κατηγορία αυτών των αναγκών ανήκουν πρωτίστως τα «συλλογικά αγαθά» (Δραγασάκης). Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην κατηγορία αυτή των αναγκών ανήκουν οι ανάγκες ενός αναπτυγμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και ό,τι έχει σχέση με το οικολογικό πρόβλημα, αλλά και με τις ανάγκες για τις συνθήκες εργασίας ή και τον εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων... Όλα αυτά μπορεί να τα εξασφαλίσει μια «νέα οικονομία», η «οικονομία των αναγκών», που λειτουργεί παράλληλα ή και σε αντιπαράθεση με την οικονομία της αγοράς.

Στο άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη υπερέχει η πολιτική προσέγγιση των θεμάτων. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κάνει ένα βήμα παραπέρα. Επιχειρεί να δώσει το ταξικό θεωρητικό υπόβαθρο της στάσης της αριστεράς στο θέμα των κοινωνικών αναγκών. «Ο στόχος της αριστεράς", λέει, "δεν μπορεί να είναι άλλος από τη διεύρυνση της λογικής του κόσμου της εργασίας, τη λογική αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών...».

Θα χρειαζόταν ειδική ανάλυση για την αποσαφήνιση των όρων «λογικές ανάγκες» και «κοινωνικές ανάγκες». Περιορίζομαι να πω ότι ο όρος «λογικές ανάγκες» χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς (τους όποιους πολιτικούς) που αδυνατώντας να ικανοποιήσουν τις εξαγγελίες ή και τις δεσμεύσεις τους απέναντι στον λαό (ακόμα και απέναντι στους ψηφοφόρους τους), μιλούν για μη ρεαλιστικές, μη λογικές ή και παράλογες απαιτήσεις. Επικαλούμενοι, συνήθως, απρόβλεπτες καταστάσεις που καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση των υποσχέσεών τους... Εξάλλου, ποιος πολιτικός (ποιο κόμμα) μπορεί με απόλυτο τρόπο να εγγυηθεί ότι θα κάνει πράξη όλες τις εξαγγελίες του; Και δεν μιλώ εδώ για την εσκεμμένη προεκλογική δημαγωγία, αλλά και για εξαγγελίες που προκύπτουν από λαθεμένες εκτιμήσεις της οικονομικής πολιτικής και από τις απρόβλεπτες εξελίξεις που δημιουργούνται στο ιστορικο-πολιτικό ή και το ευρύτερο (παγκόσμιο στην εποχή μας) οικονομικό γίγνεσθαι. Ο χώρος του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού παρέχει στο θέμα αυτό ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία και άφθονο ερευνητικό υλικό προς μελέτη από την αριστερά.

Ακόμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «λογικές ανάγκες» παραπέμπει σε μια κομφορμιστική αντίληψη περί των αναγκών, αφού προϋποθέτει την εκπόνηση ενός γενικού μοντέλου λογικών αναγκών, αρθρωμένο έστω με πληθυσμιακά ή άλλα κριτήρια, σε έναν κόσμο που η αναγκαία εξατομίκευσή τους διακρίνεται, διαχέεται ή και διακατέχεται, ούτως ή άλλως, από το υποκειμενικό στοιχείο, που, κατ' αρχήν, δεν χωρά σε κανένα μοντέλο. Ωστόσο, η καταναλωτική κοινωνία με τα καταναλωτικά πρότυπα που διαθέτει και κατασκευάζει εθίζει τους ανθρώπους, όποιους και όπως μπορεί, με τους μηχανισμούς και τα μέσα καταναλωτικής χειραγώγησης στις επιλογές -προτιμήσεις που εντάσσονται στην επιχειρηματική λογική του κέρδους- με χαρακτηριστικό τον εθισμό στη μόδα, αλλά και στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, γενικότερα. Έτσι, που όταν μιλούμε για τις κοινωνικές ανάγκες ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε τον ρόλο της καταναλωτικής και της ιδεολογικής χειραγώγησης, έργο της οποίας είναι η δημιουργία κοινωνικού κλίματος που «κάνει» (πείθει, εθίζει) τους ανθρώπους να αντιλαμβάνονται ή και να βιώνουν τις «περιττές» ανάγκες ως απαραίτητες (δηλαδή, λογικές) προκειμένου να τονίσουν την κοινωνικότητά τους. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν αυτές τις «περιττές» («ψεύτικες») ανάγκες με το προσωπικό τους κοινωνικό πρεστίζ. Αυτά είναι πολύ γνωστά πράγματα για τα οποία υπάρχει άφθονο ερευνητικό υλικό. Και είναι απορίας άξιο, το ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται ωσάν το περιεχόμενο και η ερμηνεία τους να ανήκουν στον κόσμο του αυτονόητου.

«Κλείνοντας» αυτό το μέρος των παρατηρήσεών μου, θεωρώ αναγκαίο να πω -βασιζόμενος σε σοβαρή σχετική βιβλιογραφία, αλλά και στις δικές μου προσεγγίσεις του θέματος- ότι στην καταναλωτική κοινωνία του σύγχρονου καπιταλισμού δεν υπάρχουν περιττές, ψεύτικες ή παράλογες ανάγκες. Όλες οι ανάγκες της καταναλωτικής κοινωνίας είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, για τη λειτουργία και αναπαραγωγή του συστήματος εξουσίας του κεφαλαίου. Είναι πραγματικές ανάγκες. Με αυτή την έννοια είναι λογικές ανάγκες. Εδώ ισχύει με απόλυτο τρόπο η ρήση του Χέγκελ: λογικό είναι ότι είναι πραγματικό και πραγματικό είναι ό,τι είναι λογικό. Ο εθισμός των ανθρώπων στην αποδοχή αυτής της συνάρτησης (που είναι «χρήσιμο» να λειτουργεί στις συνειδήσεις και ως ειμαρμένη) είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του χειραγωγικού ιδεολογικού κατεστημένου του σύγχρονου καπιταλισμού και των ιδεολογικών του ταγών - που συνήθως τους ονομάζουν πνευματικούς ταγούς. Το θέμα είναι μεγάλο και σύνθετο. Απλώς το θίγω χωρίς περαιτέρω ανάλυση.

Με δεδομένο ότι η λογική του Κεφαλαίου έχει τα δικά της περιοριστικά όρια, είναι επόμενο να αδιαφορεί για ένα μέρος των αναγκών της κοινωνίας και των ανθρώπων, ή όταν και όπου αυτό δεν μπορεί να το πράξει, ευνουχίζει το πραγματικό τους περιεχόμενο και την κοινωνική τους λειτουργία ή/και επιδιώκει να τις εντάξει στη λειτουργία του.

* Η συνέχεια του κειμένου θα δημοσιευθεί στο φύλλο της Τρίτης.

* Ενδιαφέρει, πιστεύω, να πω ότι στη συνάντηση αυτή δεν έχω κληθεί να πάρω μέρος, αν και δεν έχω παραιτηθεί από μέλος του Τμήματος Θεωρίας του ΣΥΝ!