Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

ΑΛΙΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ






Η Αλίντα μας κληροδότησε μια νίκη: Συλλογικής ιστορικής μνήμης για το δημόσιο παρελθόν των καιρών μας κόντρα στη λήθη, μοίρα πολύ χειρότερη απ’  το θάνατο.



Tης Νάντιας Βαλαβάνη

«- Είναι τελικά αυτή η τριλογία έργο ζωής για σας;…                    
                                    Και τι είναι, αλήθεια, αυτό που θα κρατήσετε, όταν
                                    θα έχει ολοκληρωθεί;
                                   -Το ερώτημα είναι όχι τι θα κρατήσω, αλλά τι θα δώσω
   και με τις τρεις ταινίες.»*
   


Καταμεσής στο αθηναϊκό καλοκαίρι και στα 80 της η  Αλίντα Δημητρίου «έφυγε», αλλά δε σταμάτησε «να δίνει». Όπως συνέχιζε να το κάνει παρά τη βαριά αρρώστια, που είχε καθηλώσει βασανιστικά εδώ και δυο χρόνια εκείνη που το 2011 ακόμα γυρνούσε με αφάνταστη ενεργητικότητα από άκρη σε άκρη την Ελλάδα για να «ξετρυπώσει» και να κινηματογραφήσει τα «κορίτσια της βροχής». Και, ταυτόχρονα, για να συνομιλεί με νέους ανθρώπους σε δημόσιες προβολές των δύο πρώτων ταινιών της τριλογίας της στο «δίκτυο» που άρχισε να δημιουργείται αυθόρμητα - σήμερα πλέον διεθνές -, όταν τις έθεσε εκτός εμπορικού κυκλώματος προσφέροντας τις δωρεάν σε οποιαδήποτε συλλογικότητα ενδιαφερόταν.
Δεν ήταν καν «πλήρης ημερών». Της έλειπαν ακόμα πολλές μέρες για να «δώσει» ως δημιουργός όλα όσα σχεδίαζε, όταν μια πενταετία από την έναρξη του 21ου αιώνα και με 65 ντοκιμαντέρ - τα περισσότερα για τη δημόσια τηλεόραση – πίσω της, ξεκινούσε τη συγκλονιστικότερη περιπέτεια της ζωής της ως σκηνοθέτρια και δρών, σκεπτόμενος άνθρωπος: Να γυρίσει χωρίς οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση προκειμένου να παραμείνει αδέσμευτη, με μια μοναδική κάμερα, όλα τα έξοδα απ’  την τσέπη της και με αποκλειστικά εθελοντική δουλειά της μικροσκοπικής ομάδας συνεργατριών της, τις  «παραγγελίες» που έδινε πλέον η ίδια στον εαυτό της.

Η Αλίντα έζησε την ευτυχία  να ολοκληρώσει την τελευταία ταινία της τριλογίας της και να παρακολουθήσει τις πρώτες προβολές της – και το κατάφερε ίσα-ίσα: Πάλεψε να κρατηθεί μακριά απ’ το νοσοκομείο όσο χρειαζόταν για να προλάβει να τελειώσει το μοντάζ για τα «Κορίτσια». Είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης της υγείας της κι ήμουν εγώ που δεν  την πίστευα, όταν μου εκμυστηρευόταν τους φόβους και τις αμφιβολίες της: Αυτή θα ήταν η τελευταία της ταινία. Τη «μάλωνα» ότι λέει ανοησίες, ενώ σύντομα θα ήταν σε θέση να καταπιαστεί με το επόμενο της «σχέδιο», ένα ντοκιμαντέρ σύγχρονης ιστορίας: Για την κρίση από την οπτική των εργαζόμενων και άνεργων ανθρώπων «στο μάτι του κυκλώνα». Πώς βιώνουν τη διάλυση της ζωής τους από τις ασκούμενες πολιτικές και πώς, κάποιοι απ’  αυτούς, αντιστέκονται. Δική της η έμπνευση και σύλληψη, είχε καταστρώσει κιόλας πως θα προχωρούσε:  Ήταν αδύνατο πλέον να ταξιδεύει; Θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στη ζωή στις λαϊκές κι εργατικές γειτονιές της Αθήνας. Ήταν υποχρεωμένη να βρίσκεται κάθε δύο μέρες στο νοσοκομείο; Θα δούλευε αποκλειστικά την ενδιάμεση μέρα. Η μόνη βοήθεια που ήθελε ήταν να έρθει σε επαφή με τους πρώτους απ’  τους καινούργιους «ανθρώπους της»: Οι ίδιοι θα την οδηγούσαν στους επόμενους.

Έτσι είχε δουλέψει, εξάλλου, μέχρι να συγκεντρωθούν οι 50 μεγαλύτερες γυναίκες, απ’  τις ενιαίες αφηγήσεις των οποίων βγήκαν, με διαφορετικά μοντάζ,  το 2008 η βραβευμένη με 7 βραβεία «Πουλιά στο βάλτο» για τις γυναίκες στην Εθνική Αντίσταση και το 2009 η «Ζωή στους βράχους» για τις (ίδιες) γυναίκες στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και στους τόπους εξορίας. Κριτήριο; «Ξεχωριστές τις κάνει το ήθος τους, η αξιοπρέπεια τους, η αντοχή τους και το πείσμα τους.»* Με τον ίδιο τρόπο, συγκρότησε μεταξύ 2010 και 2011 τη δεύτερη ομάδα 50 – νεώτερων – γυναικών για τα «Κορίτσια της βροχής». Σ’  αυτή την τρίτη και τελευταία ταινία το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη στάση των γυναικών στην ανάκριση κατά τη διάρκεια της χούντας. (Όχι τυχαία, γιατί αυτό ήθελε να επιτύχει, σχεδόν σε κάθε προβολή της, από τις λίγες που παρακολουθήσαμε μαζί μέχρι τις δύο προβολές σε μικτό ελληνογερμανικό κοινό στο Βερολίνο αυτό τον Μάιο, στις οποίες μου είχε ζητήσει να παρευρεθώ αντί γι’  αυτήν, καθώς της ήταν αδύνατο να ταξιδέψει, κάποιος θεατής θα χρησιμοποιούσε την έκφραση «γροθιά στο στομάχι».)

Γνωρίστηκα αργά με την Αλίντα, το 2008. Απαντούσε, στο τέλος μιας προβολής των «Πουλιών στο βάλτο» από το ΣΥΡΙΖΑ Π. Φαλήρου,  με τους θεατές έντονα συγκινημένους να χειροκροτούν ασταμάτητα, στη βασική αντίρρηση ενός απ’  αυτούς: Από την ταινία έλλειπαν οι κριτικές αναφορές στα «λάθη της ηγεσίας», που οδήγησαν στην ήττα το κίνημα. Η Αλίντα, όπως συνέβαινε σε μια και μόνη περίπτωση, όταν της έκαναν κριτική επειδή έκανε την ταινία που εκείνη είχε στο μυαλό της αντί για την ταινία που είχε στο μυαλό του κάποιος άλλος, μιλούσε θυμωμένα. Δεν ήθελε να κάνει ταινία κριτικής για την ηγεσία του κινήματος, αλλά για το τι έκαναν και πως βλέπουν ακόμα σήμερα το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της νεώτερης ελληνικής ιστορίας εκείνες που δε ρωτήθηκαν απ’  όσους ερευνούν ή δημιουργούν μ΄ επίκεντρο τη δεκαετία του ’40: Γυναίκες-αγωνίστριες της Αντίστασης, ακόμα ζωντανές, που ελάχιστοι ξέρουν ή θυμούνται τα ονόματα τους. Όπως είχε ήδη δηλώσει: «Ξεκίνησα με επώνυμους από εκείνη την εποχή. Στο δρόμο μπερδεύτηκα… Τι δουλειά έχω εγώ με τους επώνυμους; Έτσι βρήκα τις γυναίκες εκείνες που έφτιαξαν Ιστορία. Όλες εκείνες που περπατάνε πλάι μας στις πλατείες, στην αγορά, στα μανάβικα και δεν έχουμε ιδέα για ό,τι έκαναν – κι αυτό γιατί ποτέ δε ζήτησαν τίποτα… Η προσέγγιση των γυναικών με οδήγησε σε πιο ουσιαστικά  θέματα, που προηγούνται από την άσκηση κριτικής… Ας μάθουμε (πρώτα) τι έγινε, πώς έγινε και από ποιους έγινε. Ας μετρήσουμε τους νεκρούς μας, γιατί ακόμα μένουν άταφοι, και μετά μπορούμε να περάσουμε στην κριτική.»

Ναι, χάρη στην τριλογία της Αλίντας, τις εμμονές, το πείσμα της για τους «άταφους νεκρούς» και μια κάμερα στα χέρια της Αφροδίτης Νικολαϊδου ή της Ηλέκτρας Βενάκη, διασώθηκε από τη λήθη του θανάτου ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό - εκατοντάδες ώρες βιντεοσκοπημένων προφορικών μαρτυριών των πραγματικών κεντρικών προσώπων μιας ιστορίας, που θα είχε χαθεί ανεπιστρεπτί μαζί τους, όπως συνέβη με χιλιάδες άλλες αγωνίστριες: 5 χρόνια από την ολοκλήρωση των λήψεων για τη δεκαετία του ’40, όχι μόνο η σκηνοθέτρια, αλλά και οι μισές, τουλάχιστον, «πρωταγωνίστριες» της δεν βρίσκονται πια μεταξύ μας. Για τη μεταθανάτια λειτουργία αυτού του έργου η Αλίντα είχε μιλήσει ήδη το 2008: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι για μνημόσυνο ή για μουσείο ή για αγιογραφία, εφόσον δρα. Και οι γυναίκες αυτές, ακόμα και σ’  αυτή την ηλικία, δρουν. Και θα δρουν και μετά το θάνατο τους, με αυτό που αφήνουν πίσω τους.» *

Η Αλίντα μας κληροδότησε μια νίκη: Συλλογικής ιστορικής μνήμης για το δημόσιο παρελθόν των καιρών μας κόντρα στη λήθη, μοίρα πολύ χειρότερη απ’  το θάνατο.

*Όλες οι αναφορές σε εισαγωγικά προέρχονται από τη συνέντευξη στον Κώστα Τερζή στην «Αυγή», 15.11.2009