Ένα σπουδαίο ντοκιμαντέρ γυρισμένο στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν προσφέρει η εφημερίδα «ΑΥΓΗ» την Πέμπτη.
Το «Κυπραίες» φέρνει στο φως ιστορίες του διαιρεμένου νησιού, κρυμμένες για χρόνια, διερευνώντας τις έννοιες της εστίας και της ασφάλειας, καθώς και την επιθυμία γυναικών, και από τις δύο πλευρές, να ζήσουν ξανά μαζί.
Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε δώσει στα ενθέματα και στον Στρατή Μπουρνάζο η Βασιλική Κτριβάνου
- Πώς ξεκίνησες αυτή την ταινία;
Η ταινία ξεκίνησε ως μεταπτυχιακή εργασία. Mε ενδιέφερε να διερευνήσω τις δυνατότητες του ντοκυμαντέρ ως μέσου που συνεισφέρει στην κοινωνική αλλαγή. Στο ντοκυμαντέρ οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να πουν τις ιστορίες τους, να συμμετάσχουν και να εμπλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο, πέρα από τον παγιωμένο τρόπο που αυτός διεξάγεται.
Επειδή δεν είχα καμία κινηματογραφική εκπαίδευση, έκανα βασικά μαθήματα για τη χρήση της κάμερας, και έφτασα στην Κύπρο το 2004, μία εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν. Ήθελα από την αρχή να εστιάσω στις γυναικείες φωνές. Αυτή η πρόθεση ενισχύθηκε στην Κύπρο, καθώς διαπίστωσα ότι ενώ υπήρχαν πολλές γυναίκες ακτιβίστριες, δεν υπήρχε γυναικεία εκπροσώπηση στα κέντρα αποφάσεων ούτε στον δημόσιο διάλογο.
Επιπλέον όμως ήθελα να διερευνήσω τα έμφυλα χαρακτηριστικά του εθνικισμού και του μιλιταρισμού που είναι πολύ έντονα: οι άντρες είναι οι «ικανοί και λογικοί» να εκπροσωπήσουν το έθνος, οι «πολεμιστές». Αντίθετα, οι γυναίκες εκπροσωπούν την ιδιωτική σφαίρα, είναι οι «συναίσθηματικές», υπεύθυνες για τη βιολογική και κοινωνική αναπαραγωγή του έθνους· έχουν το ρόλο της μάνας, και σε περίοδο πολέμου αποτελούν τα θύματα ή τα λάφυρα. Ξέρουμε ότι σε χωριά της επαρχίας Κηρύνειας πολλές Ελληνοκύπριες βιάστηκαν από Τούρκους στρατιώτες, και μετά οι άντρες τους έλεγαν: –Εκεί που πήγε ο Τούρκος δεν ξαναπηγαίνω, και τις εγκατέλειψαν.
- Τι άλλαξε στην πορεία;
Όσο προχωρούσαν οι συνεντεύξεις, διαπίστωνα ότι, πέραν της διαπλοκής φύλου και εθνικισμού, πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν άλλες πτυχές: λ.χ. όταν επισκεφτήκαμε τα χωριά και τα σπίτια στον Βορρά από όπου είχαν φύγει οι Ελληνοκύπριες, αρχίσαμε να διερευνούμε θέματα όπως η εστία, τι σημαίνει η απώλειά της και πώς ξαναδημιουργείς την αίσθηση της κοινότητας, ή όταν Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες άρχισαν να μας λένε προσωπικές τους ιστορίες, αρχίσαμε να ψάχνουμε τι σημαίνει να μοιράζονται μεταξύ τους μνήμες που δεν είχαν μέχρι τότε ακουστεί. Έτσι, εγκαταλείποντας την αρχική μου εστίαση, ακολούθησα τους δρόμους που μου έδειχνε το υλικό.
- Και στη συνέχεια, πώς ολοκληρώθηκε η ταινία;
Επέστρεψα στην Αμερική, έδειξα το υλικό μου στην Μπούσρα Αζούζ, σκηνοθέτρια και φίλη μου, και αρχίσαμε να το δουλεύουμε μαζί. Δημιουργήσαμε παρέα αυτή την ταινία στο Πόρτλαντ, Όρεγκον.
Για τέσσερα χρόνια, ξαναπήγαινα στην Κύπρο, συναντούσα τον βασικό πυρήνα των γυναικών με τις οποίες δούλεψα, τους έδειχνα το υλικό, και συζητούσαμε αν τις εκφράζει, τι αλλαγές χρειάζονται. Στόχος μου ήταν η ταινία να αποτελέσει έναν χώρο για να ακουστούν οι διαφορετικές γυναικείες φωνές γύρω από το Κυπριακό και οι γυναίκες να νιώσουν φορείς και δημιουργοί της. Ήταν μια σημαντική διαδικασία μέσα από την οποία αλλάξαμε όλοι.
Ένα παράδειγμα: στην αρχή η κεντρική μου ηρωίδα ήταν μια Ελληνοκύπρια, που επισκέπτεται το σπίτι της το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σαν πρόσφυγας το 1974. Θεωρούσα ότι μπορούσε να εκπροσωπήσει τον κοινό πόνο της προσφυγιάς και για τις δύο κοινότητες.
Όταν έδειξα το υλικό στις γυναίκες, οι Τουρκοκύπριες μου λένε: –Άλλη μια ταινία φτιαγμένη από Ελληνίδα. –Μα, τους λέω, έχει πολύ περισσότερες συνεντεύξεις με Τουρκοκύπριες. –Ναι, μου απαντάνε, αλλά η παρουσία της Μαρίας είναι πολύ έντονη, σε κερδίζει στο συναίσθημα, αυτό είναι που μένει. Κι έτσι προστέθηκε το γύρισμα με την Ζεχρά, Τουρκοκύπρια, που επισκέπτεται το σπίτι της στη Λάρνακα, από όπου αναγκάστηκε να φύγει το 1974. Συνειδητοποίησα ότι ποτέ η πλειοψηφία δεν μπορεί να εκπροσωπήσει την εμπειρία της μειοψηφίας.
- Έχεις ασχοληθεί γενικότερα, επιστημονικά και επαγγελματικά, με την επίλυση συγκρούσεων. Πες μας δυο λόγια για την προσέγγιση αυτή.
Η επίλυση των συγκρούσεων έχει πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις και τρόπους εφαρμογής. Πολλές φορές εκείνοι που πυροδοτούν τις διαμάχες και τους πολέμους, οι ίδιοι χρηματοδοτούν και τα σεμινάρια επίλυσης, για να εξομαλύνουν τις καταστάσεις. Στοιχεία και πλευρές της όμως μπορούν να βοηθήσουν την επικοινωνία και τον διάλογο μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Δεν υποκαθιστά την ακτιβιστική και πολιτική δράση, αλλά μπορεί να βοηθήσει στο σχετίζεσθαι, την κατανόηση των δυναμικών της σύγκρουσης, να καταλάβουν οι δύο πλευρές καλύτερα τη θέση και την εμπειρία του άλλου, ανεξάρτητα από το αν συμφωνούν ή διαφωνούν.
- Έχεις δουλέψει, στον τομέα αυτό, στην Κύπρο, στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη…
Έχω δουλέψει με μη κυβερνητικές οργανώσεις στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, κάνοντας σεμινάρια με Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους. Μετέχουν κυρίως εκπαιδευτικοί, ακτιβιστές, κοινωνικοί λειτουργοί, άνθρωποι που τους ενδιαφέρει να σχετιστούν με την άλλη πλευρά. Η σχέση αυτή έχει γίνει πολύ δύσκολη με το τείχος, καθώς οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να περάσουν στο Ισραήλ.
Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να μη βλέπουν την άλλη πλευρά μόνο σαν ρόλο, ο Ισραηλινός να μην είναι μόνο ο στρατιώτης που θα εισβάλει με τον τανκς και θα τους συλλάβει, και ο Παλιστίνιος να μην είναι μόνο ο βομβιστής. Θέλουν να αμφισβητήσουν τους ρόλους αυτούς και να δουλέψουν μαζί για την αλλαγή της κατάστασης.
Στην Κύπρο δούλεψα κυρίως με εφήβους και νέες γυναίκες. Χρησιμοποίησα την ταινία σαν αρχή, μετά όμως προχωρήσαμε σε θέματα σχέσεων, ζητήματα της καθημερινότητας. Ο κόσμος έχει κουραστεί να μιλάει συνέχεια για το εθνικό ζήτημα, που υπερκαλύπτει τα πάντα. Είναι ένα είδος παθολογίας: δεν υπάρχει χώρος να αναπνεύσει τίποτα άλλο, οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα θεωρείται υποδεέστερο, πρέπει πρώτα να λυθεί το Κυπριακό.
- Και αν συγκρίνεις την εμπειρία σου από την Παλαιστίνη και την Κύπρο;
Οι καταστάσεις είναι πολύ διαφορετικές. Στη μία περίπτωση οι άνθρωποι μπορούν και «δουλεύουν» παλιότερα τραύματα και να επικοινωνούν. Στην άλλη, γίνεται αγώνας να θελήσει ο ένας να μιλήσει με τον με τον άλλον και να υπάρξει μια στοιχειώδης εμπιστοσύνη, το πεδίο είναι ασύγκριτα πιο φλέγον, υπάρχει κατοχή. Στην Καλκίλια, όπου ήμουν, κάθε τρεις μέρες γινόταν έφοδος των ισραηλινών τανκς και συλλήψεις στα σπίτια. Είναι μια εντελώς άλλη πραγματικότητα.
- Ποια είναι η εμπειρία σου από τις προβολές της ταινίας;
Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η συζήτηση που γίνεται μετά από κάθε προβολή, γιατί ένας βασικός στόχος της ταινίας είναι να συνδράμει στον διάλογο μέσα σε κάθε κοινότητα και ανάμεσα στις κοινότητες.
Η συζήτηση κρατάει πολύ ώρα, κάτι που δείχνει ότι ο κόσμος χρειάζεται να μιλήσει μεταξύ του, και κανένας διάλογος κορυφής δεν μπορεί να το αντικαταστήσει αυτό. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ρωτούν οι μεν τους δε πώς βίωσαν το 63 και το 74, τι αισθάνονται για τα σπίτια που έχασαν, τι σκέφτονται για την επιστροφή των περιουσιών τους, τι είναι το πιο σημαντικό σήμερα για κάθε κοινότητα.
Όταν τη δείχνω σε ομάδες νέων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι συγκινούνται χωρίς να έχουν ζήσει ούτε 63 ούτε 74. Κάποιοι μετά δηλώνουν ότι αισθάνονται πιο κινητοποιημένοι να δουλέψουν για την επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων.
Την έδειξα σε ένα τμήμα του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας σε Ελληνοκύπριους φοιτητές, 20-22 ετών. Στην κουβέντα που έγινε έλεγαν ότι θέλουν να ζήσουν μαζί με τους Τουρκοκύπριους αλλά φοβούνται. Ξέρουν ότι ο φόβος αυτός οφείλεται στην εθνικιστική τους παιδεία και την προπαγάνδα, αλλά αισθάνονται εγκλωβισμένοι μέσα σ’ αυτήν. Πολλοί παραδέχτηκαν ότι έχουν Τουρκοκύπριους φίλους μέσω του facebook, αλλά δεν περνούν το check point για να τους συναντήσουν.
Η ταινία, πέραν από το αν αρέσει ή όχι αισθητικά και κινηματογραφικά, είναι μια δουλειά που έγινε μέσα από ένα συνεχή διάλογο: των γυναικών μεταξύ τους, των γυναικών με εμένα, των σκηνοθετριών μεταξύ μας, και τέλος ανάμεσα στις δύο κοινότητες στην Κύπρο. Σκοπός της είναι να ανοίγει τον διάλογο.