Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Η κυβερνητική επίθεση αισιοδοξίας συγκρούεται με την πραγματικότητα



...Όλα αυτά δείχνουν πόσο λάθος θα ήταν να επιστρέψει η Αριστερά σε μια οικονομίστικη σύλληψη και να περιμένει ότι αυτόματα η οικονομική κρίση θα αναδείξει αριστερές λύσεις. Να ξεχάσει το πεδίο της πολιτικής, της πολιτικής διαμεσολάβησης της κρίσης. Αντίθετα, νομίζω ότι το βασικό ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαμόρφωση ενός προγράμματος, με συγκεκριμένα μέτρα και παρεμβάσεις, που θα έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση όχι μόνο του τέλους της κατάρρευσης, αλλά της αρχής της ανάκαμψης. Και το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτό δεν είναι τόσο οι συμμαχίες στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, όσο η εμμονή και επιμονή στο κοινωνικό πεδίο. Με άλλα λόγια, αυτό που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να εμπνεύσει, να συγκροτήσει και να κινητοποιήσει το δικό του κοινωνικό μπλοκ. Αυτό θέλει και ταξική μεροληψία και στρατηγικό όραμα μετασχηματισμού και κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα. Ένα έλλειμμα μιας κυβέρνησης της αριστεράς, είτε σε σχέση με το πρώτο είτε σε σχέση με το δεύτερο, θα οδηγούσε ταυτόχρονα στην αποσυσπείρωση του δικού μας μπλοκ και την ενδυνάμωση του αντίπαλου.

διαβάστε εδώ τη συνέντευξη:
Ευκλείδης Τσακαλώτος: Η κυβερνητική επίθεση αισιοδοξίας συγκρούεται με την πραγματικότητα


Συνέντευξη στην «Εποχή» και τον Παύλο Κλαυδιανό


Ποιες οι οικονομικές εξελίξεις; Τι εικόνα διαμορφώνεται για την οικονομία και την κοινωνία, με βάση τους δημοσιευόμενους δείκτες; Η κυβέρνηση προσπαθεί, με βάση και τις εκθέσεις θεσμών της ΕΕ, να δημιουργήσει μια αισιόδοξη εικόνα. Πόσο είναι πραγματική; Και πόσο εφικτό είναι να επιτευχθούν κάποια στιγμή οι στόχοι που θέτουν από κοινού κυβέρνηση και τρόικα; Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς προετοιμάζεται για τις εξελίξεις; Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Οικονομικών απαντά στις ερωτήσεις της «Εποχής».

***


Η απόφαση για τις δύο δόσεις και η ταυτόχρονη έκθεση της Κομισιόν διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση. Μήπως αυτή περιλαμβάνει ταυτόχρονα και μια πολιτική συμφωνία των δύο μερών; Δηλαδή εμείς, η τρόικα, σας εμπιστευόμαστε πολιτικά. Εσείς, η τριμερής κυβέρνηση θα κάνετε κάθε φορά ό,τι κατά την άποψή μας θα χρειάζεται.

Πράγματι, η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας είναι ακριβώς αυτή. Η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να δεχτεί οτιδήποτε ζητήσει η τρόικα. Είναι έτσι πολύ πιθανό να ληφθούν και νέα μέτρα τον Σεπτέμβριο, όπως αφήνει ξεκάθαρα να εννοηθεί και η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Από την άλλη, η κυβέρνηση αναμένει από την τρόικα όχι μόνο να την εμπιστευτεί πολιτικά αλλά και να συμβάλει στη διαμόρφωση κλίματος αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι διάφορες δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων ότι η Ελλάδα έχει ξεφύγει αμετάκλητα τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ, ότι οι στόχοι επιτυγχάνονται κλπ.
Εμείς θεωρούμε ότι θα πρέπει κανείς να έχει εντελώς «δαγκώσει τη λαμαρίνα» με το νεοφιλελευθερισμό για να πιστέψει σε μια τέτοια συμφωνία. Όχι μόνο διότι το Μνημόνιο έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου κοινωνική καταστροφή, αλλά επειδή το πρόγραμμα δεν εξασφαλίζει ούτε τη βιωσιμότητα του χρέους ούτε βάζει τα θεμέλια μιας σοβαρής ανάκαμψης στο κοντινό μέλλον. Όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι ένα δεύτερο κούρεμα του χρέους είναι αναπόφευκτο. Υπάρχει, όμως, μια πολύ σημαντική διαφορά. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή επέμενε στην ανάγκη κουρέματος μαζί με άλλα μέτρα (π.χ. ρήτρα ανάπτυξης) για να αποφευχθεί η εφαρμογή της λιτότητας που έχει οδηγήσει στην κατάρρευση μισθών και εισοδημάτων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις. Αντίθετα, η κυβέρνηση θέλει το κούρεμα ως «κερασάκι στην τούρτα», ως επιβράβευση από την τρόικα, επειδή κατάφερε να εφαρμόσει όλα τα παραπάνω.


Από οικονομικής πλευράς, αν κρίνουμε τις εξελίξεις, τι νέο φέρνει η έκθεση της Κομισιόν; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται, πραγματικά, η οικονομία; Η αισιοδοξία που εκπέμπεται πού στηρίζεται;

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μας λέει κάτι το οποίο δεν γνωρίζαμε. Προσπαθεί να συντηρήσει μια αισιοδοξία ότι θα έρθει η ανάκαμψη το 2014, πάντα βέβαια υπό την προϋπόθεση της απαρέγκλιτης τήρησης όσων προβλέπονται στο Μνημόνιο. Παράλληλα, διατηρεί και ορισμένες επιφυλάξεις που έχουν να κάνουν με το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία εντείνει την ύφεση και την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας που μπορεί να μειώσει τις εξαγωγές κλπ.
Η ελληνική κρίση είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει καταγραφεί στην ιστορία για μια χώρα σε καιρό ειρήνης. Αν μάλιστα δεν επαληθευτούν οι προβλέψεις και η ύφεση συνεχιστεί και το 2014, τότε μπορεί η ελληνική κρίση να είναι και η μεγαλύτερη σε μέγεθος που έχει καταγραφεί ποτέ. Πέρα από τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής που έχει βυθίσει την οικονομία στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, άλλοι παράγοντες που μπορεί να συντηρήσουν τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τον επόμενο χρόνο είναι επιγραμματικά: η πιθανότητα μεγαλύτερης επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας ή ακόμα και η εμφάνιση νέων επεισοδίων της κρίσης σε άλλες χώρες, οι ιδιωτικοποιήσεις να μη φέρουν επενδύσεις, το νέο φορολογικό να μην αποδώσει, να μην αυξηθούν οι τραπεζικές καταθέσεις κ.λπ. Και σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την πιθανότητα εμφάνισης πολιτικών προβλημάτων λόγω της εύθραυστης συνοχής της τρικομματικής κυβέρνησης ή ξεσπάσματος σκανδάλων κλπ.
Δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλείσει κανείς μια πορεία της οικονομίας με το σχήμα του αγγλικού λάμδα – L – ότι, δηλαδή, τα χρόνια της ύφεσης (πορεία προς τα κάτω, με την κατεύθυνση της κάθε της γραμμής) θα τα ακολουθήσουν τα χρόνια της στασιμότητας (πορεία σε οριζόντια γραμμή και σε χαμηλό επίπεδο). Τα πράγματα θα είναι χάλια αλλά δεν θα χειροτερεύουν. Ο μεγαλύτερος σύμμαχος της κυβέρνησης Σαμαρά σε αυτό το επίπεδο είναι το μέγεθος και η διάρκεια της ύφεσης, υπό την έννοια ότι μπορεί η οικονομία να φτάσει σε ένα φυσικό πάτο. Παράλληλα, το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργεί μπορεί να λειτουργήσει αυτοτροφοδοτούμενο. Επενδύει, επίσης, στην επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, έστω και με τη βοήθεια της «δημιουργικής λογιστικής», στην καλή επίδοση του τουρισμού και των εξαγωγών, στην επανεκκίνηση των μεγάλων έργων κλπ. Τέλος, αναμένει κάποια θετικά σημάδια στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως το περαιτέρω κούρεμα του χρέους και η επιτάχυνση της τραπεζικής ένωσης, που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες μικρές αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης.
Μια τέτοια σταθεροποίηση της οικονομίας δεν μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ανάκαμψη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η υπάρχουσα οικονομική αρχιτεκτονική της ΕΕ και ότι ο στόχος της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων θα διατηρηθεί για πολλά χρόνια μετά το τέλος της χρηματοδότησης από την Τρόικα. Στο πλαίσιο αυτό, με μηδενικούς ή πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αν η Ισπανία και η Πορτογαλία χρειαστούν 5 χρόνια για να αντισταθμίσουν τις απώλειες από την ύφεση, η Ελλάδα θα χρειαστεί δεκαετίες.


Ο ΣΥΡΙΖΑ με τις ανακοινώσεις του ρίχνει το βάρος στο ότι οι στόχοι της κυβέρνησης δεν θα πιαστούν. Π.χ. το πρωτογενές πλεόνασμα, η ανάκαμψη. Αυτό γιατί δεν μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή; Μήπως πρέπει, όλο και περισσότερο, να αναφερόμαστε στο κόστος επίτευξης των στόχων που είναι το πιο σπουδαίο;

Νομίζω ότι το ζήτημα του κοινωνικού κόστους του Μνημονίου, οι θυσίες δηλαδή που έχουν κληθεί να πληρώσουν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, έχουν αναδειχθεί στο δημόσιο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και σίγουρα πρέπει αυτό να συνεχιστεί. Άλλωστε, με αυτές τις αιχμές καταφέραμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και να έχουμε σήμερα αυτό το υψηλό ποσοστό.
Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε ότι η ανάδειξη του κόστους του Μνημονίου δεν είναι από μόνη της αρκετή για να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο κόσμο στις γραμμές μας. Μια πιθανή επιμονή μας μόνο σ’ αυτό το ζήτημα θεωρώ ότι ενέχει και κινδύνους. Τα ποιοτικά στοιχεία πρόσφατων δημοσκοπήσεων δείχνουν ότι ένα τμήμα των ανθρώπων που έχουν βρεθεί στο περιθώριο και μας ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, έχουν πλέον απογοητευτεί και δεν περιμένουν να αλλάξει τίποτα. Όσο λοιπόν συνεχίζεται η εξαθλίωση του ελληνικού λαού, μπορεί σε κάποιο βαθμό να εντείνεται η αποχή, η παραίτηση, ακόμα και η υιοθέτηση μιας «αντι-πολιτικής» στάσης, και να μην οδηγεί απαραιτήτως σε μια άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, αν η οικονομία σταθεροποιηθεί έστω σε αυτό το χαμηλό επίπεδο, κάποιοι μπορεί να διστάσουν να μας εμπιστευτούν, όπως π.χ ένας εργαζόμενος που έχει χάσει εισόδημα, αλλά δεν θα θεωρεί πια ότι κινδυνεύει η δουλειά του ή ένας μικρός επιχειρηματίας, που φυτοζωεί μεν αλλά δεν πιστεύει πια ότι θα κλείσει την επιχείρησή του.

Όλα αυτά δείχνουν πόσο λάθος θα ήταν να επιστρέψει η Αριστερά σε μια οικονομίστικη σύλληψη και να περιμένει ότι αυτόματα η οικονομική κρίση θα αναδείξει αριστερές λύσεις. Να ξεχάσει το πεδίο της πολιτικής, της πολιτικής διαμεσολάβησης της κρίσης. Αντίθετα, νομίζω ότι το βασικό ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαμόρφωση ενός προγράμματος, με συγκεκριμένα μέτρα και παρεμβάσεις, που θα έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση όχι μόνο του τέλους της κατάρρευσης, αλλά της αρχής της ανάκαμψης. Και το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτό δεν είναι τόσο οι συμμαχίες στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, όσο η εμμονή και επιμονή στο κοινωνικό πεδίο. Με άλλα λόγια, αυτό που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να εμπνεύσει, να συγκροτήσει και να κινητοποιήσει το δικό του κοινωνικό μπλοκ. Αυτό θέλει και ταξική μεροληψία και στρατηγικό όραμα μετασχηματισμού και κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα. Ένα έλλειμμα μιας κυβέρνησης της αριστεράς, είτε σε σχέση με το πρώτο είτε σε σχέση με το δεύτερο, θα οδηγούσε ταυτόχρονα στην αποσυσπείρωση του δικού μας μπλοκ και την ενδυνάμωση του αντίπαλου.