Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: Να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται


Του Χάρη Γολέμη

Το συνταξιοδοτικό αποτελεί ένα από τα πολλά «μέτωπα» στα οποία θα κριθεί, σήμερα και στο μέλλον, η δυνατότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ανταποκριθεί στην προεκλογική ρητορεία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, ή/ και να εφαρμόσει κάποιες υποσχέσεις του: τη «διαρκή διαπραγμάτευση στα ανοιχτά θέματα», με στόχο την εφαρμογή «ταξικά μεροληπτικών ισοδυνάμων», την «πτήση κάτω από τα ραντάρ της τρόϊκας» και το «αντάρτικο» εναντίον της, το «παράλληλο πρόγραμμα» ή ακόμα και τον «σταδιακό απεγκλωβισμό από το μνημόνιο».
Θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά στο ζήτημα του συνταξιοδοτικού συστήματος, όπου κατά τη γνώμη μου, η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά μέχρι σήμερα.
Όπως προκύπτει από πληροφορίες, άρθρα και συνεντεύξεις στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε, από τον περασμένο Ιούνιο, στη διάθεσή της έκθεση ομάδας ειδικών με άρτια επεξεργασμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση των υπαρκτών - κυρίως, αλλά όχι μόνο, εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού ανεργίας  - άμεσων και μεσομακροπρόθεσμων προβλημάτων του συστήματος. Η συνέντευξη στην «Εποχή» της προηγούμενης Κυριακής, του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας αυτής, αποκαλύπτει ότι στον πυρήνα των προτάσεών της βρισκόταν η θέση περί της διατήρησης του διανεμητικού χαρακτήρα του συστήματος, που στηρίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών. Ενός συστήματος στο οποίο οι τρέχουσες συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, των εργοδοτών τους και του κράτους. Όσοι ενδιαφέρονται για λεπτομέρειες του σχεδίου Ρομπόλη μπορούν να ανατρέξουν στην προαναφερθείσα συνέντευξη. Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, θέλω να επισημάνω μόνο μερικά στοιχεία του: την καθιέρωση της εθνικής σύνταξης που θα χρηματοδοτείται από το φορολογικό σύστημα, το διανεμητικό χαρακτήρα της πέραν αυτής αναλογικής, κύριας και επικουρικής σύνταξης με πόρους τις εισφορές εργοδοτών, εργαζομένων και κράτους και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος, με αύξηση των εισροών σε αυτό (κυρίως μέσω της καταπολέμησης της εισφοροδιαφυγής) και όχι με περαιτέρω μειώσεις των, ήδη καταρρακωμένων από τα διαδοχικά μνημόνια, συντάξεων.

Αποστάσεις από τους «σοφούς»

Αγνοώ αν οι παραπάνω προτάσεις χρησιμοποιήθηκαν από την ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, τόσο πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου όσο και μετά από αυτό και μέχρι τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα τεχνικά κλιμάκια των δύο πλευρών στις 11 Αυγούστου. Διαβάζοντας το μνημόνιο είδα ότι προβλέπει, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες μειώσεις των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 0,25% το 2015 και κατά 1% το 2016, που εκτιμώνται σε 700 ή 900 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα με τις διαφορετικές εκτιμήσεις των δύο πλευρών, της ελληνικής και του κουαρτέτου. Προβλέπεται ακόμα η συγχώνευση, μέχρι το Δεκέμβριο, όλων των ταμείων σε ένα και, τέλος, η υποχρέωση υποβολής, από την κυβέρνηση, πρότασης αλλαγών στο σύστημα πέραν αυτών που είχαν συμφωνηθεί στις μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012. Η πρόταση αυτή θα έπρεπε να είχε κατατεθεί εντός του Οκτωβρίου - πρόσφατα έμαθα ότι η νέα ημερομηνία είναι η 15η Νοεμβρίου - με στόχο αυτές οι αλλαγές να εφαρμοστούν τον Ιανουάριο του 2016.
Αυτό, πάντως, που είναι σίγουρο είναι ότι το μνημόνιο δεν περιέχει κάποια υποχρέωση αλλαγής του χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η παρούσα, δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν χρησιμοποίησε στη διαπραγμάτευσή της με το κουαρτέτο την έκθεση Ρομπόλη, αλλά προτίμησε να συστήσει τη λεγόμενη «Επιτροπή Σοφών», η οποία κατέληξε στο γνωστό πόρισμα που προτείνει το ριζικό μετασχηματισμό του συστήματος από διανεμητικό σε υπερ-κεφαλαιοποιητικό. Σε ένα σύστημα, δηλαδή, στο οποίο κάθε εργαζόμενος θα φέρει ατομικά την ευθύνη για τη μελλοντική του - πέραν της βασικής - σύνταξη, η οποία θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές. Να πω, επιπλέον, ότι ανεξάρτητα από το γιατί συνέβη αυτό που συνέβη, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ ήταν απόν από όλες αυτές τις διεργασίες, μη έχοντας μάλιστα την οποιαδήποτε σχετική πληροφόρηση.
Είναι αλήθεια ότι, τις τελευταίες μέρες, τα πράγματα άλλαξαν κάπως προς το καλύτερο. Η κυβέρνηση φαίνεται να παίρνει αποστάσεις από το πόνημα των σοφολογιότατων της Επιτροπής, ενώ συζητάει τόσο με την Πολιτική Γραμματεία του κόμματος όσο και με το Τμήμα Εργατικής Πολιτικής, το οποίο έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Τα αποτελέσματα αυτής της συζήτησης θα φανούν τις αμέσως επόμενες μέρες.

Οι θέσεις του κόμματος

Από κομματικής πλευράς, πάντως, φαίνεται να διαμορφώνονται κάποιες ισχυρά πλειοψηφικές απόψεις, τις οποίες η κυβέρνηση οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της. Πρώτον, ότι ο διανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος είναι αδιαπραγμάτευτος. Δεύτερον, ότι οι επικουρικές συντάξεις πρέπει να διατηρηθούν ως ένας από τους πυλώνες του συστήματος. Τρίτον, ότι πρέπει να αποκλειστούν περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων και αντ’ αυτών να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για την αύξηση των πόρων του συστήματος. Εδώ, θέλω να σταθώ σε μία από τις προτάσεις αύξησης των πόρων που, από όσα μαθαίνουμε, συναντά τη σθεναρή αντίσταση των θεσμών: τη μικρή αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, που μπορεί να εξασφαλίσει σημαντικά έσοδα στο σύστημα. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το επιχείρημα στο οποίο στηρίζονται οι αντιρρήσεις των εκπροσώπων των δανειστών βασίζεται στο γνωστό, κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι η αύξηση του μη μισθολογικού κόστους μειώνει την ανταγωνιστικότητα και άρα πρέπει να αποκλειστεί ως θέμα αρχής.

Όχι άλλες υποχωρήσεις

Οι αρνήσεις του κουαρτέτου τόσο σ’ αυτήν, όσο ενδεχομένως και σε άλλες προτάσεις της ελληνικής πλευράς (τις οποίες το κόμμα αγνοεί, αφού δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις), είναι αναμενόμενες. Εξίσου αναμενόμενη, όμως, από τα όργανα και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ είναι και η σθεναρή υποστήριξή τους από την κυβέρνηση. Με την ευκαιρία αυτής της παρατήρησης, θέλω να εκφράσω την ελπίδα ότι η υπογραφή του μνημονίου δεν σημαίνει την πλήρη εγκατάλειψη, στη νέα περίοδο των διαπραγματεύσεων για τον τρόπο εφαρμογής του μνημονίου, κάθε «κόκκινης γραμμής» (για να χρησιμοποιήσω αυτή την ταλαιπωρημένη λέξη της προηγούμενης, αλήστου μνήμης, περιόδου) και τη συμμόρφωση με όλες τις επιθυμίες των δανειστών. Ιδιαίτερα με εκείνες που αφορούν προτάσεις οι οποίες θα πλήξουν ακόμα περισσότερο τα πιο ευάλωτα τμήματα των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων, τα οποία αποτελούν τη βασική εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την πλευρά μου, θεωρώ ότι η κυβέρνηση, αν και ηττημένη, διατηρεί και λόγω της συγκυρίας κάποια σημαντική διαπραγματευτική ισχύ που της επιτρέπει την αντίσταση στις απαιτήσεις των δανειστών τόσο στο συνταξιοδοτικό, όσο και σε άλλα θέματα (κόκκινα δάνεια, αγροτικό) που δεν εξετάζονται σ’ αυτό το άρθρο. Η αντίσταση αυτή αφορά τόσο στην ουσία των μέτρων όσο και τις προθεσμίες υποβολής τους προς έγκριση στη Βουλή, τις οποίες δεν θεωρώ ιερές και απαραβίαστες. Σε κάθε περίπτωση, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ και τα μέλη του στα συνδικάτα και τα κινήματα έχουν την υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία να κάνουν ό,τι μπορούν για σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται.


http://www.epohi.gr ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: Να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται