Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Το πρόβλημα με τους θεσμούς


Του Κώστα Δουζίνα*
Η μεταρρύθμιση των θεσμών (Σύνταγμα, κρατική διοίκηση, φορολογικοί μηχανισμοί, σχολείο και πανεπιστήμιο, Τοπική Αυτοδιοίκηση) αποτελεί έναν από τους σημαντικούς σκοπούς της κυβέρνησης. Σε μικρό χρονικό διάστημα πρέπει η κυβέρνηση να θεραπεύσει θεσμικές δυσλειτουργίες και αμαρτίες δεκαετιών. Να βελτιώσει τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά τους, να επαναφέρει τη δικαιοκρατική τους λειτουργία, να καταπολεμήσει τα συμπτώματα μικρής και μεγάλης διαπλοκής και διαφθοράς.
Είναι αδύνατον να εξηγήσω σε Άγγλο γιατρό το "φακελάκι", σε εφοριακό τα "δωράκια" των φορολογουμένων, σε πανεπιστημιακό την εκτεταμένη άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος από καθηγητές. Καλείται, δηλαδή, η κυβέρνηση να εμφυσήσει μια "θεσμική" λογική στους θεσμούς, να τους ξανακάνει θεσμούς. Από την επιτυχία αυτών των αυτονόητων αλλαγών θα εξαρτηθεί η βελτίωση της ζωής των πολιτών. Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι θα αποτελέσει "αλλαγή καθεστώτος", όχι απλά κυβέρνησης. Εδώ, λοιπόν, στη ριζική μεταρρύθμιση, στην επαναθεμελίωση των θεσμών θα κερδηθεί ή θα χαθεί η καθημερινότητα και θα παραμείνει ή θα αλλάξει ο καθεστωτισμός των προηγούμενων πενήντα χρόνων.
Αλλά εδώ συναντάμε ένα παράδοξο. Η πολιτική ζωή της χώρας είναι εγκλωβισμένη σε μια συνεχή "φιλική" επίθεση, στις προτροπές, απειλές και εκβιασμούς των "θεσμών", της τετράδας Ευρωπαίων και ΔΝΤ. Λειτουργούν οι "θεσμοί" ως αποικιοκράτες, ιεραπόστολοι της mission civilisatrice του ύστερου καπιταλισμού.
Οι εξωτερικοί θεσμοί επιβάλλουν πολιτικές, υφεσιακά μέτρα και απαιτήσεις που δυσκολεύουν, αν δεν κάνουν αδύνατη, την προοδευτική μεταρρύθμιση των εσωτερικών θεσμών. "Θεσμοί" κατά θεσμών, λοιπόν, με την κυβέρνηση στη μέση να προσπαθεί να μετριάσει τις ιδεοληψίες των πρώτων για να αλλάξει τις δυσλειτουργίες των δεύτερων. Έχουμε, λοιπόν, διπλό πρόβλημα με τους θεσμούς. Για να φτιάξουμε τους θεσμούς μας, πρέπει να απαλλαχθούμε, να απελευθερωθούμε από τους θεσμούς τους. Πρέπει να κάνουμε τους πολίτες να εμπιστευθούν την έννοια του θεσμού ξανά, μια και δικαιολογημένα έχει χάσει το κύρος, το πιο σημαντικό της κεφάλαιο. Μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί υπάρχει μια αμηχανία, μια σύγχυση στο Βαρόμετρο.
Τα δύο πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας για μένα είναι η υψηλή εμπιστοσύνη σε σχολεία και πανεπιστήμια και η χαμηλή σε κόμματα και ΜΜΕ. Έζησα στην Αγγλία πολλές δεκαετίες. Είναι μεγάλη η διαφορά στην αντιμετώπιση της Παιδείας και του πανεπιστημίου από Έλληνες και Βρετανούς. Για μας η εκπαίδευση αποτελεί ακόμη την πιο σημαντική μορφή κοινωνικής ανόδου, όπως φαίνεται από τις θυσίες της οικογένειας για να σπουδάσει το παιδί.
Στην Αγγλία, αντίθετα, πολύς κόσμος πιστεύει ότι ο νέος μένει στα θρανία επειδή δεν μπορεί να βρει μια καλή δουλειά στα δεκαοκτώ. Η εμπιστοσύνη στο σχολείο και το πανεπιστήμιο δείχνει ότι, παρά τις συνεχείς επιθέσεις, ο γονιός ξέρει πως ο δάσκαλος και η καθηγήτρια κάνουν τη δουλειά τους καλά. Και το ξέρω από πρώτο χέρι. Οι επιτυχίες των Ελλήνων πανεπιστημιακών και ερευνητών στο εξωτερικό δείχνουν ότι δεν είναι όλα στραβά στην ανώτατη Παιδεία, όπως ισχυρίζονται αυτοί που θέλουν να απαξιώσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο για να φέρουν τα ιδιωτικά.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει να κάνουμε το πανεπιστήμιό μας ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Και δεν αναφέρομαι στις προβληματικές αξιολογήσεις διαφόρων εταιρειών που αναπαράγουν μόνιμα μια παγκόσμια πανεπιστημιακή ελίτ με αποθέματα μεγαλύτερα από το ΑΕΠ της Ελλάδας και ειδικά γραφεία για να πετυχαίνουν την καλή κατάταξη.
Σημαίνει να φτιάξουμε το καλύτερο πανεπιστήμιο για την Ελλάδα. Σημαίνει αναβάθμιση σπουδών σε όλα τα επίπεδα, τέλος του πανεπιστημίου ως εξεταστικού κέντρου και φάμπρικας παραγωγής πτυχίων. Αυτά επαγγέλλεται ο μεγάλος εθνικός και κοινωνικός διάλογος για το μέλλον της Παιδείας. Θα αρχίσει από στέρεα βάση: η εμπιστοσύνη είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της δημόσιας ζωής. Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία της μεγάλης μεταρρύθμισης που χρειαζόμαστε.
Θέλω να πω και λίγα λόγια για τα κόμματα, μια και η έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ είναι προφανής και μόνιμη. Υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για τους οποίους ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα κόμματα. Η έλλειψη δημοκρατίας, ο αρχηγισμός και βοναπαρτισμός, η διαπλοκή με οικονομικές και μιντιακές εξουσίες, η απομάκρυνση από τον συνεκτικό δεσμό της εξουσίας για τα κόμματα του δικομματισμού, τα κόμματα μιντιακοί διάττοντες, η εγκατάλειψη προεκλογικών υποσχέσεων και ιδεολογικών δεσμεύσεων συμβάλλουν στη δικαιολογημένη δυσπιστία.
Αλλά η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά και μόνιμη. Η κομματική μορφή που ξέραμε και αγαπούσαμε βρίσκεται σε ανεπίστρεπτη παρακμή. Η κρίση στη Νέα Δημοκρατία, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει μεγάλο κόμμα μελών, παρά τις συνεχείς εκλογικές νίκες, δείχνουν ότι για να σώσουμε το κόμμα (αν χρειάζεται να σωθεί) πρέπει να εγκαταλείψουμε το είδος που ξέραμε.
Η σημερινή μορφή κόμματος και συνδικάτου ανάγεται στην περίοδο της παραγωγικής και πολιτικής διαδικασίας του 20ού αιώνα. Η συγκέντρωση της εργασίας σε μεγάλους χώρους (εργοστάσια, εργοτάξια, μεγάλες αγροτικές μονάδες) και της πολιτικής στη Βουλή και την κυβέρνηση δημιούργησε την ανάγκη κεντρικής οργάνωσης και αντιπροσώπευσης τάξεων και συμφερόντων. Η χωρική συγκέντρωση συμπληρωνόταν με την περιοδική συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου γύρω από τις εκλογές, τις επετείους ή μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις.
Ο χρόνος και ο χώρος της παραγωγικής διαδικασίας άλλαξε, όμως και η πολιτική αποκεντρώνεται. Η εργασία στηρίζεται σε δικτυώσεις μεταξύ αγνώστων, σε οριζόντιες συνεργασίες, σε εύπλαστες και συνεχείς επικοινωνίες χωρίς πολιτικές ή συνδικαλιστικές συγκλήσεις. Ο ύστερος καπιταλισμός προωθεί διαδράσεις, αλλά όχι πολιτική συμπόρευση, επικοινωνία αλλά όχι ιδεολογικές ταυτότητες, συνεργασίες βασισμένες στην εξατομίκευση.
Για να σπάσει αυτό πρέπει να μεταφέρουμε στην πολιτική τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις πρακτικές που μαθαίνουμε για τη δουλειά μας. Χρειαζόμαστε κόμμα "νέου τύπου", που εγκαταλείπει την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και της επετηρίδας και συνεργάζεται με τους εργαζόμενους και τους νέους στους χώρους, τα θέματα και τις αξίες που εμπιστεύονται. Θάρρος, φαντασία και πειραματισμός χρειάζονται σήμερα αν θέλουμε ο κόσμος να πιστέψει ότι τα κόμματα έχουν κάποια χρησιμότητα πέρα από την περιοδική νομή της εξουσίας.
* Ο Κώστας Δουζίνας είναι διευθυντής του Birkbeck Institute for Humanities του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ