Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές

Δεν θα καταμετρηθούμε, γιατί το ζητούμενο είναι η επίλυση του προβλήματος και όχι η αναμέτρηση. Το κλίμα σήμερα είναι διαφορετικό όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στον πολιτικό κόσμο. Οι ψύχραιμες φωνές είναι πολύ περισσότερες και τα περιθώρια πολιτικών τυχοδιωκτισμών περιορισμένα.



Τρία μεγάλα μέσα ενημέρωσης οργίστηκαν χθες το απόγευμα γιατί ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ δήλωσε μετά τη συνάντηση με τον Μάθιου Νίμιτς ότι, όπως ένα τμήμα των Ελλήνων αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνες, έχουν και οι κάτοικοι της χώρας του το αναφαίρετο δικαίωμα να προσδιορίζονται ως Μακεδόνες. Προεξόφλησαν δε «μετά από αυτή τη δήλωση», το «ναυάγιο» ή το «τέλος των διαπραγματεύσεων για το ονοματολογικό».
Προφανώς οι υπεύθυνοι των τριών μέσων ενημέρωσης θεωρούν «πρόκληση» το αίτημα των Σκοπιανών ο όρος Μακεδονία να μην χρησιμοποιείται «κατ' αποκλειστικότητα» από την Ελλάδα και είναι δικαίωμά τους. Δεν είναι δικαίωμά τους όμως να θεωρούν, προεξοφλώντας το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, ότι η άποψή τους περί «πρόκλησης» αποτελεί και θέση της ελληνικής κυβέρνησης ή γενικότερα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αποκρύπτοντας ότι την τελευταία 25ετία η «εθνική θέση» είναι διαφορετική. Η συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας είναι και προκλητική και επικίνδυνη.
Αν η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο καιροσκοπισμός και ο στρουθοκαμηλισμός περιοριζόταν σε ορισμένα μέσα ενημέρωσης, το κακό θα ήταν μικρό και ίσως ανάξιο λόγου, αλλά φαίνεται μπροστά στην «πρόκληση» να κάμπτονται πολλές αντιστάσεις.
Ο Κ. Μητσοτάκης, επί παραδείγματι, μας είπε χθες από την Ηλεία ότι «σεβόμαστε και όσους πολίτες επιλέξουν να πάνε στα συλλαλητήρια και όσους επιλέξουν να μην πάνε», διότι «σεβόμαστε κάθε επιλογή». Θα μπορούσαμε να προσυπογράψουμε τη δήλωση αν το ζήτημα είναι θέμα τρόπων, όπως θα κατανοούσαμε και τη στάση του επικεφαλής της Επιτροπής Συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής κ. Βγόντζα «να πάει στο συλλαλητήριο για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης», αν δεν υποκρινόταν απροκάλυπτα, ή του Κ. Καραμανλή του νεότερου να πάει για να δει πόσοι θα είναι (!), ως καταμετρητής. Θα συνυπογράφαμε και θα κατανοούσαμε τις δηλώσεις αν οι φορείς τους μας είχαν ενημερώσει για τις δικές τους θέσεις και αν -το σημαντικότερο- οι θέσεις τους ήταν και πρόταγμα του συλλαλητηρίου. Γνωρίζοντας, όμως, το πρόταγμα του συλλαλητηρίου, «όχι στη χρήση του όρου Μακεδονία ή παραγώγου από τα Σκόπια», μπορούμε με ασφάλεια να εκτιμήσουμε είτε πως το εν λόγω πρόταγμα είναι και δική τους θέση είτε πως η στάση τους εμφορείται από καιροσκοπισμό, κάτι πολύ επικίνδυνο για πρόσωπα που κατέχουν κατά τεκμήριο υπεύθυνες πολιτικές θέσεις.
Παρά ταύτα, μπορούμε ακόμη να αντιμετωπίζουμε το όλον ζήτημα με συγκρατημένη αισιοδοξία, για τον απλούστατο λόγο ότι το 2018 δεν είναι 1992. Τότε ήταν ελάχιστοι όσοι ζητούσαν επίλυση ενός πραγματικού προβλήματος που προκαλεί εθνικές ευαισθησίες μέσω ενός έντιμου συμβιβασμού ή όσοι δεν διεκδικούσαν «αποκλειστικότητες» επί ονομάτων. Τώρα είναι πολύ περισσότεροι. Την Κυριακή στο συλλαλητήριο θα συμμετάσχουν δεκάδες και πιθανώς εκατοντάδες χιλιάδες, όπως εκατοντάδες χιλιάδες δεν θα μετάσχουν συνειδητά. Πατριώτες είναι και οι μεν και οι δε, πλην των απογόνων των δωσιλόγων. Δεν θα καταμετρηθούμε, γιατί το ζητούμενο είναι η επίλυση του προβλήματος και όχι η αναμέτρηση. Το κλίμα σήμερα είναι διαφορετικό όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στον πολιτικό κόσμο. Οι ψύχραιμες φωνές είναι πολύ περισσότερες και τα περιθώρια πολιτικών τυχοδιωκτισμών περιορισμένα.