Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα στη Συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής


Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα στη Συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής:

VIDEO


 Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν καθοριστικά τη πορεία και το μέλλον της Ευρώπης και των λαών της. Ο ιστορικός χρόνος είναι πυκνός, διαγράφει εξελίξεις με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από αυτή που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν συνηθίσει να αντιδρούν. Διότι η Ευρώπη σήμερα βιώνει τα αποτελέσματα της ανεπάρκειας και των καθυστερήσεών της στην αντιμετώπιση της κρίσης. Μιας κρίσης που έχει τις ρίζες της στο οικονομικό πεδίο, όμως σήμερα είναι σαφές ότι εξελίσσεται σε κρίση πολιτικής. 


Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Μεγάλη Βρετανία αποτελεί τη πιο χειροπιαστή και τελευταία πράξη του δράματος αυτής της πολιτικής κρίσης.  Εκεί, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες, οι χρόνιες ανεπάρκειες των ηγεσιών της Ευρώπης, η επιμονή σε κατάφωρα άδικες πολιτικές λιτότητας και η επένδυση σε ξενοφοβικά αντανακλαστικά και σε  μια αντιμεταναστευτική ρητορεία, τροφοδότησαν, εδώ και πολύ καιρό, τον λαϊκισμό, τον σωβινισμό και τον εθνικισμό.

Όσο κι αν μας προβληματίζει και όσον κι αν μας λυπεί η απόφαση του Βρετανικού λαού, πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι μια απολύτως σεβαστή απόφαση.  Επιβεβαιώνει όμως μια κρίση ταυτότητας της Ευρώπης. Μια στρατηγική κρίση.  Και βεβαίως αυτή η κρίση, αυτή η εξέλιξη, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία.  Τα προμηνύματά της έχουν έρθει εδώ και καιρό, με την άνοδο των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων στην Αυστρία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και αλλού. Με τις ακραίες επιλογές στο όνομα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της σύγκλισης  που διεύρυναν τις ανισότητες τόσο  μέσα στις χώρες της Ε.Ε., αλλά και ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου. Με την αλα καρτ διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, με τα κλειστά σύνορα, τους φράχτες,  τις μονομερείς ενέργειες ορισμένων κρατών μελών που είχαν την άποψη ότι α λα καρτ πρέπει  να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της αλληλεγγύης και αυτές οι απόψεις έγιναν ανεκτές από την ευρωπαϊκή ηγεσία.

Και για να είμαι σαφής: Δεν πρέπει να ρίχνουμε τα βάρη του χθεσινού αποτελέσματος στον βρετανικό λαό. Όταν έχει οικοδομηθεί μια Ευρώπη όπου τα σύνορα για τις πολιτικές  της λιτότητας και για τον αυταρχισμό είναι ανοιχτά, αλλά τα σύνορα για τους ανθρώπους είναι κλειστά και υψώνονται φράχτες, όταν αφήνονται ανεξέλεγκτες πολιτικές και η ρητορική του μίσους και του σωβινισμού, νομίζω ότι οι τελευταίοι που μπορεί κανείς να επιρρίψει ευθύνη είναι οι λαοί για τις αποφάσεις τους.
 Αν θέλουμε να επιρρίψουμε ευθύνη  για το αποτέλεσμα πρέπει να την αποδώσουμε πρωτίστως στις ηγεσίες που δημιούργησαν μια Ευρωπαϊκή Ένωση πολλών ταχυτήτων, μια κατ’ όνομα Ένωση, δίχως πραγματική αλληλεγγύη και συναντίληψη ανάμεσα στα κράτη – μέλη. Μια Ένωση που θυμάται τους κανόνες όταν θέλει να τιμωρήσει τους δήθεν απείθαρχους, αλλά τους ξεχνά μόνο όταν απαιτείται ο ισομερής διαμοιρασμός των προβλημάτων. Και εν τέλει, μια Ένωση που αντί να βαθαίνει την ενοποίηση, προκαλεί τις τάσεις ευρωσκεπτικισμού και δίνει επιχειρήματα για να ξεδιπλώσουν την επικίνδυνη ρητορική τους, μια σειρά από μισαλλόδοξους δημαγωγούς και κομπάρσους που ξαφνικά όμως από εκεί που τους θεωρείς γραφικούς γίνονται πρωταγωνιστές της ιστορίας.

Αν λοιπόν θέλουμε να αποδώσουμε ευθύνες για αυτήν την εξέλιξη, αυτές πρέπει να αποδοθούν στις ευρωπαϊκές ηγεσίες που αντί να συζητήσουν σε βάθος τους λόγους και τις αιτίες της κρίσης δημιούργησαν τις ιδεολογικές καρικατούρες του «εργατικού Βορρά» και του «τεμπέλη Νότου».

Και βεβαίως αυτό είχε ως αποτέλεσμα και έχει ως αποτέλεσμα, διότι δεν ξεμπερδέψαμε, έναν βαθύ κοινωνικό και πολιτικό διχασμό. Οι λαοί στις χώρες του Βορρά να θεωρούν ότι πληρώνουν τα σπασμένα του Νότου και ζητούν να κλείσουν τα σύνορα για τους ενοχλητικούς μετανάστες,  και βεβαίως οι λαοί στις χώρες του Νότου να θεωρούν, και ίσως δικαίως, ότι είναι παρείσακτοι, ότι ο Βορράς τους εκμεταλλεύεται και τους τιμωρεί.

Αυτή η κατάσταση όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Και σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ μια μεγάλη αντεπίθεση των προοδευτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων για να σταματήσει η επέλαση της ακροδεξιάς και του εθνικισμού που βρίσκουν γόνιμο έδαφος στις συνθήκες που δημιούργησαν η λιτότητα και η ασυδοσία των αγορών. Θα μπορούσε να πει κανείς με δύο λόγια ότι χρειαζόμαστε ένα νέο ξεκίνημα και ένα νέο όραμα για την ενωμένη Ευρώπη. Η συζήτηση βεβαίως γίνεται στο αν υπάρχει ανάγκη στο αν υπάρχει ανάγκη για λιγότερη ή περισσότερη Ευρώπη. Είναι προφανές ότι αν συνεχιστεί η συζήτηση για λιγότερη Ευρώπη, όπως ακριβώς έγινε με την Βρετανία, ενδεχομένως να συμβεί και σε άλλες χώρες.

Θυμάμαι στη συζήτηση στη σύνοδο Κορυφής, όταν αποφασίστηκε τελικά και αναγκαστήκαμε κι εμείς να δώσουμε συναίνεση παρά τις διαφωνίες μας σε ένα ειδικό καθεστώς για τη Βρετανία,  είχα πάρει τον λόγο και απευθύνθηκα στον Βρετανό πρωθυπουργό λέγοντάς του, σου εύχομαι με αυτή την απόφαση που κέρδισες εξ ανάγκης, όχι με πλήρη συναίνεση όλων,  να κερδίσεις αυτό το δημοψήφισμα, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις, διότι όταν απευθύνεσαι στο λαό σου με το αίτημα λιγότερης Ευρώπης,  λέγοντας ότι κατάφερα να κερδίσω ένα ειδικό καθεστώς λιγότερης Ευρώπης,  είναι πολύ δύσκολο να αντιστρέψεις το ρεύμα. Διότι ανάμεσα  στο δίλημμα λιγότερη ή καθόλου, αν όλο το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσες να πείσεις για την ανάγκη λιγότερης ή καθόλου, η τελική επιλογή θα είναι η ορίτζιναλ επιλογή και όχι η μεσοβέζικη επιλογή. Και έτσι έγινε.
Αν λοιπόν συνεχιστεί αυτή η συζήτηση, είναι βέβαιο ότι θα αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ.

Από την άλλη όποιοι μιλάνε και όσοι μιλάνε για περισσότερη Ευρώπη πρέπει να διευκρινίσουν τι εννοούν. Αν με την έννοια περισσότερη Ευρώπη εννοούν πιο αυταρχική, πιο αντιδημοκρατική, πιο αντικοινωνική, χωρίς λαϊκή κυριαρχία, τότε αυτό να μας λείπει.Άρα λοιπόν η απάντηση είναι καλύτερη Ευρώπη, κοινωνική Ευρώπη, δημοκρατική Ευρώπη. Μια Ευρώπη που πρέπει επιτέλους να επιστρέψει η πολιτική και να πάρει τα ηνία από τους τεχνοκράτες που φτιάχνουν τα δικά τους οικονομικά μοντέλα που όμως δεν μπορούν να χωρέσουν τις ανάγκες των λαών. Αυτό το όραμα υπηρετούμε και νομίζω το αποδείξαμε ακόμα και στις πιο οριακές στιγμές για τον τόπο, για τον ελληνικό λαό.

Διότι όταν εμείς απευθυνθήκαμε στο λαό το περασμένο καλοκαίρι δεν σκεφτήκαμε ούτε για μια στιγμή την πιθανότητα να εγκαταλείψουμε την Ευρώπη και τη μάχη που πρέπει να δώσουμε μαζί με άλλους λαούς για την εκ βάθρων αλλαγή της.

Ακόμη και τότε που οι σημερινές ηγεσίες της Ευρώπης, τώρα που πολλοί από αυτούς μας χαμογελούν και μας χτυπούν την πλάτη, τότε, είτε για να τρομοκρατήσουν, είτε για να εκδικηθούν το «θράσος» μιας κυβέρνησης και ενός λαού να αντισταθεί στο παράλογο, διαστρέβλωναν, και έλεγαν ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν «παραμονή ή έξοδος», και όχι αυτό που είχε αποφασίσει η ελληνική Βουλή. Και τότε εμείς ξεκαθαρίσαμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν επιδιώκουμε την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε., ούτε από την ευρωζώνη, αλλά επιδιώκουμε μια καλύτερη συμφωνία.

Και αυτή νομίζω είναι η βασική μας διαφορά ως Αριστερά, ως μια δύναμη ταυτοτικά διεθνιστική και ευρωπαϊκή, που ασκεί κριτική και δίνει τη μάχη για να αλλάξει η Ευρώπη και όχι να διαλυθεί η Ευρώπη, όπως δίνει σήμερα η δεξιά της εθνικιστικής περιχαράκωσης και του σωβινισμού.

Και δεν πρέπει να το ξεχνάμε  αυτό. Διότι, όταν η ΝΔ ψάχνει ευρωσκεπτικιστές και λαϊκιστές στις τάξεις μας, ξεχνά ποιους έχει συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Δεξιά.

Γιατί σήμερα,  ο κίνδυνος της αποσύνθεσης της Ευρώπης δεν έρχεται από εμάς, που εγκαίρως κάναμε κριτική στην πορεία της Ευρώπης -και δικαιωθήκαμε- αλλά έρχεται από τα δεξιά.  Και η Αριστερά, μαζί με τις υπόλοιπες προοδευτικές δυνάμεις, είναι οι μόνες που μπορούν να ανασχέσουν αυτή την πορεία και να αλλάξουν την Ευρώπη.

Και για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, επιτρέψτε μου και μια αναφορά, διότι τούτες τις μέρες όσοι είτε έχουν επιλεκτική μνήμη, είτε συστηματικά θέλουν να σπεκουλάρουν, κατηγορώντας μας ότι ανατρέψαμε τη λαϊκή ετυμηγορία πέρυσι τον Ιούλη, θέλω να θυμίσω το εξής:

Το ναι στο δημοψήφισμα του Ιούλη στην Ελλάδα δεν θα σήμαινε απλά παραμονή –άλλωστε είναι σαφές ότι το όχι δεν σήμαινε έξοδο. Το ναι θα σήμαινε πολύ σκληρότερα και περισσότερα μέτρα χωρίς χρηματοδότηση, χωρίς δέσμευση για το χρέος, με πλεονάσματα αυτά που είχε υπογράψει ο Σαμαράς,  4,5%, και σύμβαση υπό αγγλικό δίκαιο.

Θα σήμαινε αυτόματες περικοπές των συντάξεων, καμία προστασία πρώτης κατοικίας –αυτά είχαν δεσμευθεί- κατάργηση της ρύθμισης των 100 δόσεων, για την οποία, έλεγαν ότι μονομερώς εμείς την είχαμε φέρει στο πρώτο εξάμηνο, 15.000 απολύσεις στο δημόσιο τομέα, ομαδικές απολύσεις στον ιδιωτικό και προφανώς αυτό που για ορισμένους, τους πιο ακραίους της Ευρώπης αλλά και το εδώ κατεστημένο, ήταν ο βασικός στόχος, παρένθεση και  παλινόρθωση του παλιού πολιτικού συστήματος και της διαπλοκής που αυτό κουβαλούσε και συνεχίζει να κουβαλά.

Και όλα αυτά χωρίς καμία δέσμευση για την ομαλή κάλυψη  –επαναλαμβάνω- των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.

Διότι σήμερα η Βρετανία που φεύγει δεν είναι στο ευρώ και οι αγορές έχουν κλυδωνιστεί από βορρά σε νότο και από ανατολή σε δύση. Και στη Βρετανία. Φανταστείτε τι θα μπορούσε να σημαίνει για μια μικρή και αδύναμη χώρα μέσα στο ευρώ.

Και θέλω να κλείσω αυτή την αναφορά, στο ιστορικό χθεσινό συμβάν, λέγοντας πως είναι σαφές πλέον ότι η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μας φέρνει μπροστά σε μεγάλα διλήμματα και ενώπιον δύο δρόμων.

Ο ένας δρόμος είναι αυτός της περιχαράκωσης.

Της επιστροφής στον εθνικό απομονωτισμό που φορά τον μανδύα της ανεξαρτησίας και την εξάπλωση της μάστιγας του εθνικισμού που η ήπειρος μας έχει πληρώσει πολύ ακριβά, τον αιώνα που μας πέρασε.

Ήδη γνωρίζετε ότι μια σειρά από δυνάμεις που υπερασπίζονται και μάχονται γι αυτή την επιλογή, επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν την απόφαση για το Brexit. Ήδη οι δυνάμεις της ακροδεξιάς στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Αυστρία ζητούν να ακολουθήσουν και οι χώρες τους το δρόμο των Βρετανών και δεν το κρύβουν στόχος τους είναι η διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος της μάχης για να αλλάξει η Ευρώπη. Είναι ο δρόμος της μάχης για την αλληλεγγύη και την ειλικρινή  συμπόρευση λαών και κρατών.  Που προϋποθέτει όμως τον αναστοχασμό και τη συλλογική δέσμευση πάνω σε αξίες και αρχές που έχουν την καταγωγή τους στις ιδρυτικές αξίες της Ε.Ε. Τις αρχές πάνω στις οποίες βασίστηκε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Του σεβασμού στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Στις δημοκρατικές ελευθερίες, σε αυτό που ονομάζουμε λαϊκή κυριαρχία.Στην ισοτιμία στα δικαιώματα και την αμοιβαιότητα στις υποχρεώσεις. Στην ανάγκη να υπερβούμε συλλογικά –σεβόμενοι πάντα τη διαφορετικότητα και την κυριαρχία κάθε κράτους– τα προβλήματα που μας αγγίζουν όλους.

Έρχεται λοιπόν πιστεύω η στιγμή όπου πρέπει να πάρουμε γενναίες πολιτικές αποφάσεις και βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής στρατηγικής.

Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε ανατροφοδότηση της κρίσης.  Στην Ευρώπη φρούριο. Στην Ευρώπη των κλειστών συνόρων, του μίσους και της ακροδεξιάς. Εμείς έχουμε επιλέξει να δώσουμε αυτή τη μάχη για μια άλλη Ευρώπη. Και πιστεύω η αριστερά, οι προοδευτικές δυνάμεις δεν είναι με την Ευρώπη απλά επειδή πιστεύουν στην ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία των λαών. Είμαστε με την Ευρώπη γιατί πιστεύουμε ότι μία χώρα από μόνη της είναι σχεδόν αδύνατο να αναχαιτίσει τις ορέξεις των άγριων χρηματοπιστωτικών αγορών και την ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα την οποία επιβάλουν σε όσες χώρες έχουν δανειακές ανάγκες.

Εδώ και χρόνια λέγαμε και λέμε -και νομίζω ότι σήμερα επιβεβαιώνεται ακόμα περισσότερο, ότι η Ευρώπη είναι η ελάχιστη γεωγραφική περιοχή όπου η πολιτική, οι κυβερνήσεις, οι προοδευτικές δυνάμεις, η αριστερά μπορούν να προστατέψουν τις κοινωνίες από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους τις μόνιμες και μεγάλες ανισότητες.

Έχουμε, λοιπόν, επιλέξει να δώσουμε αυτή τη μάχη για μια άλλη Ευρώπη. Και το κόστος αυτής μας της επιλογής το έχουμε αναλάβει, και μάλιστα με μεγάλη γενναιότητα.

Για αυτό και νομίζω ότι είμαστε οι καταλληλότεροι στην Ευρώπη να αναλάβουμε πρωτοβουλίες αφύπνισης προς όλες τις κατευθύνσεις, για να πάνε τα πράγματα αλλιώς.

Αυτό το νόημα είχε και η τηλεφωνική μου επικοινωνία, πριν από λίγο, με τον Πρόεδρο Ολάντ –ο λόγος της καθυστέρησής μου. Πιστεύω ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο να υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις του ευρύτερου φάσματος. Και κυρίως ανάγκη οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας που έχουν τεράστια ευθύνη να αλλάξουν πρώτες ρότα και κατεύθυνση.

Πιστεύω ότι σε αυτή μας την προσπάθεια δεν θα είμαστε μόνοι. Δεν θα είμαστε μόνοι γιατί ήδη πληθαίνουν οι φωνές τόσο εντός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που ευθυγραμμίζονται με τις επιδιώξεις της δικής μας πολιτικής οικογένειας –της Ευρωπαϊκής Αριστεράς– για να αλλάξουν τα πράγματα στην Ευρώπη.

Δεν θα είμαστε μόνοι όμως και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο.  Διότι οι σύντροφοί μας στην απέναντι πλευρά της Μεσογείου, στην Ισπανία, δίνουν αύριο μια σπουδαία εκλογική μάχη που μπορεί να είναι ο πυροκροτητής προοδευτικών εξελίξεων σε όλη την ΕΕ. Και θέλω να μου επιτρέψτε και από αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής μας Επιτροπής να στείλω μήνυμα αλληλεγγύης και υποστήριξης στον Πάμπλο Ιγκλέσιας και στον Αλμπέρτο Γκαρθόν, για τον αγώνα που δίνουν από κοινού η Ενωμένη Αριστερά και το Podemos ώστε να υπάρξει και στην Ισπανία μία ακόμα προοδευτική κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά. Και μάλιστα χθες είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω τηλεφωνικά με τον Πάμπλο για να του ευχηθώ καλή επιτυχία.

Του θύμισα ότι τον περασμένο Σεπτέμβρη στην προεκλογική συγκέντρωση στο Σύνταγμα μας είπε κρατήστε γερά, κρατήστε όσο μπορείτε γιατί ερχόμαστε. Του είπα λοιπόν, «Πάμπλο κρατήσαμε, είμαστε όρθιοι, τώρα ήρθε η δική σας σειρά, σας περιμένουμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να αλλάξουμε την Ευρώπη.   Και μπορούμε να αλλάξουμε την Ευρώπη».

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Η Κεντρική Επιτροπή που διεξάγεται σήμερα και αύριο είναι η Κ.Ε. που θα προετοιμάσει τις θέσεις για το 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Και νομίζω ότι διαβάζοντας τις θέσεις γίνεται μια ανασκόπηση μις πολύ πυκνής, πολιτικά πυκνής ιστορικής περιόδου.

Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά της ιστορικής σημασία απόφαση του ελληνικού λαού να βάλει τέλος σε μια περίοδο σχεδόν σαράντα ετών κυριαρχίας του πάλαι ποτέ δικομματισμού. Και να δώσει την ευκαιρία στην Αριστερά, να της δώσει την ευθύνη για την ανασυγκρότηση αυτού του τόπου, την προσπάθεια για την επιστροφή στην ευημερία, μετά από χρόνια θυσιών δίχως αντίκρισμα και προοπτική.

Στεκόμαστε όρθιοι ενάμιση χρόνο μετά, σηκώνοντας όμως πολύ μεγάλο βάρος, το βάρος μιας προσπάθειας που έχουμε ξεκινήσει με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών αλλά και του καθήκοντος μας απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Το καθήκον αυτό, μας ανατέθηκε ξανά μετά από μια δύσκολη επιλογή το περασμένο καλοκαίρι. Διότι η εντολή που αναλάβαμε στις εκλογές του Σεπτέμβρη, δεν ήταν ψιλά γράμματα, ούτε μπορεί να παραγράφεται από την πορεία που έχουμε ήδη χαράξει.  Στις εκλογές του Σεπτέμβρη τολμήσαμε – γιατί έτσι επιτάσσουν οι αρχές και οι αξίες μας – να θέσουμε στην κρίση του ελληνικού λαού μια συμφωνία που δεν αντανακλούσε το σύνολο των θέσεων και των επιδιώξεων μας.  Και η απάντηση που λάβαμε ήταν  σαφής, να προχωρήσουμε.  Να υλοποιήσουμε τους στόχους της συμφωνίας αλλά παράλληλα να θέσουμε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεταρρυθμιστικών τομών, αλλαγών, προστασίας κοινωνικής, που θα πηγάζει από τον πυρήνα των αξιών και των θέσεων μας.

Γνωρίζαμε ήδη από την επόμενη μέρα των εκλογών του Σεπτέμβρη ότι το έργο μας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και το πεδίο θα παρέμενε ναρκοθετημένο.  Όμως σήμερα, στον πρώτο σταθμό αυτής της πορείας –που βεβαίως ορίζεται από το κλείσιμο της πρώτης και δυσκολότερης αξιολόγησης– καταφέρνουμε και στεκόμαστε με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους πολίτες, έχοντας τηρήσει στο ακέραιο τις σημαντικότερες δεσμεύσεις που αναλάβαμε τον περασμένη Σεπτέμβρη.  Παρά τις πιέσεις για επιπλέον μέτρα, παράλογα μέτρα,  εξωφρενικές απαιτήσεις που έπεφταν κατά καιρούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και παρά τις κραυγές των κάθε λογής καταστροφολόγων.
Κινηθήκαμε στο πλαίσιο της εντολής που μας δόθηκε το Σεπτέμβριο και βεβαίως απολύτως μέσα στα όρια της συμφωνίας του Ιουλίου.

Και θέλω σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε όλοι και όλες ένα πράγμα.
Διότι ως πολιτικός χώρος, σε αντίθεση με άλλους, έχουμε την κακή  συνήθεια, να μη μελετάμε την ιστορία επιλεκτικά, ούτε να την ωραιοποιούμε, πόσο μάλλον να την παραγράφουμε.

Και η ιστορία έχει ήδη γράψει ότι μετά τη σκληρή και οριακή διαπραγμάτευση των αρχών του 2015, βρεθήκαμε υπό καθεστώς ασφυξίας και εκβιασμού.

Και τότε κληθήκαμε, από θέσεις εξουσίας – και όχι από την ασφάλεια του σχολιαστή – να απαντήσουμε σε ένα υπαρξιακό δίλημμα για τη χώρα:

Μέσα ή έξω από την Ευρώπη.

Και η απόφαση που πήραμε –με το κόστος που αυτή είχε για το κόμμα μας- επικυρώθηκε στην κάλπη με την ανανέωση της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. 

Η εμπιστοσύνη αυτή δεν προέκυψε τυχαία.

Ήταν αποτέλεσμα των διαπιστευτηρίων που δώσαμε διαπραγματευόμενοι σκληρά.  Και αυτή η σκληρή διαπραγμάτευση -ακόμα και σε αυτό το καθεστώς πρωτοφανούς πίεσης που καμία άλλη κυβέρνηση δεν συνάντησε– είχε αποτελέσματα.

Το σημαντικότερο ίσως αποτέλεσμα ήταν ότι καταφέραμε να μειώσουμε τους παράλογους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων που είχε υπογράψει ο κ. Σαμαράς. Καταφέραμε δηλαδή να μείνουν στην πραγματική οικονομία 20 δισεκατομμύρια ευρώ για την τριετία μέχρι το 2018, τα οποία σε αντίθετη περίπτωση θα αντιστοιχούσαν σε μέτρα για να ικανοποιηθούν τα πλεονάσματα   3,5 και 4,5%.

Οψίμως τώρα ανακαλύπτουν την αναγκαιότητα μείωσης των πλεονασμάτων, όταν τα είχαν υπογράψει αυτοί και παλεύαμε εμείς να τα μειώσουμε και τα μειώσαμε, μας έλεγαν, ρίχνετε τη χώρα στα βράχια.

Και αυτό το ποσό που ανέφερα, τα 20 δις, δεν είναι λόγια του αέρα, όπως αυτά που λένε.  80 ή 100 δις, λένε, στοίχισε η διαπραγμάτευση, αλλάζουν κάθε μέρα και τα νούμερα.

Διότι τα 20 δις  ήταν οι δεσμεύσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων για συγκεκριμένα μέτρα.

Όπως επίσης δεν είναι λόγια του αέρα, τα 50 δις που χάθηκαν από το ΑΕΠ, η συρρίκνωση δηλαδή του πλούτου της χώρας, του ΑΕΠ, από το 2009 ως το 2014. 50 δις.

Ούτε βεβαίως  η δημοσιονομική προσαρμογή, τα μέτρα δηλαδή που πήραν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ύψους  65 δις ευρώ.

Οι καταστροφικές πολιτικές τους έχουν αφήσει βαθιές πληγές στην οικονομία και την κοινωνία.  Και σήμερα, όχι απλά οι ίδιοι άνθρωποι αρνούνται την αυτοκριτική, αλλά και με περίσσιο θράσος, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάνει τη διαστρέβλωση επιστήμη, λες και απευθύνονται σε αμνήμονες ή σε ανόητους.

Τον περασμένο Σεπτέμβρη λοιπόν, αναλάβαμε απέναντι στον ελληνικό λαό συγκεκριμένες δεσμεύσεις

Να προστατευθεί η πρώτη κατοικία των πολιτών.

Το πετύχαμε. Το 95% των δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια που αφορούν πρώτη κατοικία είναι πλήρως προστατευμένοι. Ενώ παράλληλα προχωρήσαμε στη θέσπιση αυστηρότατων κανόνων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με κριτήριο τόσο την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, όσο όμως και την προστασία των δανειοληπτών από επιτήδειους κερδοσκόπους. Αυτό το πετύχαμε σε σύγκρουση με τις δεσμεύσεις των προηγούμενων, που βεβαίως δεν είχαν δεσμευθεί για καμία προστασία στην πρώτη κατοικία.

Τον περασμένη Σεπτέμβρη αναλάβαμε μπροστά στους Έλληνες πολίτες τη δέσμευση να προχωρήσει η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό χωρίς να μειωθούν οι κύριες συντάξεις.

Τότε μας έλεγαν τετραγωνίζετε τον κύκλο. Τότε μας έλεγαν ότι όποια κυβέρνηση και να έρθει, τουλάχιστον μια σύνταξη το χρόνο θα χαθεί. Αυτά μας έλεγαν. Το πετύχαμε όμως.  Προχωρήσαμε σε μια γενναία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, τόσο στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης πόρων όσο και σε αυτή της βιωσιμότητάς του. Και το πετύχαμε αποτρέποντας την 13η κατά σειρά μείωση στις κύριες συντάξεις, όπως επίσης πετύχαμε και την μη εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος -τις απαράδεκτες δηλαδή δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης που, επαναλαμβάνω, δεσμεύσεις που είχαμε βρει μπροστά μας από την πρώτη μέρα που αναλάβαμε.

Είχαμε δεσμευτεί τον Σεπτέμβρη να διεκδικήσουμε συγκεκριμένες και δεσμευτικές αποφάσεις για το χρέος.

Κι αυτό το πετύχαμε. Για πρώτη φορά, η συζήτηση γύρω από τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους έγινε στα σοβαρά, πέρα από υπεκφυγές και κούφιες υποσχέσεις. Σήμερα λοιπόν, έχουμε στα χέρια μας έναν οδικό χάρτη με παρεμβάσεις σε τρία επίπεδα. Σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο, έτσι ώστε να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο, για να κλείσει οριστικά ο κύκλος της αέναης αβεβαιότητας και του δανεισμού.

Και επιτρέψτε μου να σταθώ σε μία από τις παρεμβάσεις αυτές που για πρώτη φορά εισάγει έναν κόφτη χρέους για την ελληνική οικονομία. Μια άκρως ευεργετική δέσμευση η οποία ορίζει το ότι η Ελλάδα θα έχει ανώτατο όριο ύψους 15% του ετήσιου ΑΕΠ της για την αποπληρωμή του χρέους, γεγονός που δημιουργεί τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο ώστε να χρηματοδοτείται επαρκώς η πραγματική οικονομία. Και σε αυτή την κατεύθυνση βεβαίως έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για ρεαλιστικούς μεσοπρόθεσμούς στόχους πλεονασμάτων, για μετά το 2018, σε ύψος που να επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να αναπνεύσει. Να μην υπερβαίνουν δηλαδή από το 2018 και μετά τα πλεονάσματα σε μόνιμο και σταθερό επίπεδο το 1,5 με 2% .

Τον περασμένο Σεπτέμβρη επίσης δεσμευτήκαμε για παρεμβάσεις στήριξης των  πλέον αδύναμων,

Και έχουμε ήδη κάνει αρκετά, όμως τα βαθιά τραύματα που κληροδότησε η καταστροφική πενταετία της ύφεσης και της επιθετικής λιτότητας, χρειάζονται περισσότερη δουλειά για να επουλωθούν.

Τα βασικότερα σημεία αυτού του προγραμματισμού μας:

•    Θεσπίσαμε το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας για πάνω από 2 εκατομμύρια, σχεδόν 2,5 εκατ. ανασφάλιστους συμπολίτες μας.
•    Συνεχίζουμε το πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση, αυτή τη φοβερή μονομερή ενέργεια που είχαμε κάνει μόλις αναλάβαμε, ένα πρόγραμμα που αφορά πάνω από 400 χιλιάδες συμπολίτες μας.
•    Ενισχύουμε τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας αυξάνοντας τη διάρκεια των προγραμμάτων σε 8 μήνες.
•    Καθιερώσαμε τη δωρεάν μετακίνηση των ανέργων στα ΜΜΜ.

Αυτές οι παρεμβάσεις αλλά και άλλες μικρότερης εμβέλειας δίνουν το στίγμα. Και εργαζόμαστε σκληρά ώστε ο κατάλογος των παρεμβάσεων να διευρυνθεί και να ωφελήσει ακόμα περισσότερους συμπολίτες μας που έχουν πραγματικά ανάγκη στήριξης.

Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Αυτές ήταν σε αδρές γραμμές οι δεσμεύσεις μας στις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη όπου πήραμε τη νέα εντολή από τον ελληνικό λαό. Αυτή την εντολή τηρούμε κατά γράμμα, παρά τις αφόρητες πιέσεις και τις μεγάλες δημοσιονομικές δυσκολίες.

Όμως, πλέον νομίζω ότι εισερχόμαστε σε μια νέα περίοδο.  Όχι ότι θα τελειώσουν οι πιέσεις και οι δυσκολίες. Αλλά με περισσότερη άνεση και αισιοδοξία μπορούμε να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα.

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, οριοθετεί το κλείσιμο ενός κύκλου και ταυτόχρονα την έναρξη θέλω να πιστεύω μιας δημιουργικής και ελπιδοφόρας εποχής.  Διότι, δεν έχουμε αναλάβει το τιμόνι της χώρας απλά και μόνο για να διαχειριστούμε την καταιγίδα και τη φουρτούνα. Είμαστε εδώ γιατί έχουμε όραμα και σχέδιο για τον τόπο.
Γιατί θέλουμε να συμβάλουμε έτσι ώστε η Ελλάδα να πάψει να είναι συνώνυμο δυσάρεστων εξελίξεων, αλλά να γίνει ταυτόσημο της ευημερίας, της δημιουργικότητας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης.

Σε αυτή την κατεύθυνση, είμαστε αφοσιωμένοι στην υλοποίηση ενός στόχου.
Του στόχου που θέσαμε το προηγούμενο διάστημα, του στόχου για μια δίκαιη ανάπτυξη, όχι απλά την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς. Θετικούς ρυθμούς είχαμε και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις παλιότερα. Ιδιαίτερα την περίοδο Σημίτη. Το θέμα είναι τι έμεινε και πώς μοιράστηκαν αυτά τα ωφελήματα που έρχονταν από τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πώς μοιράστηκαν στην κοινωνία.

Η υλοποίηση αυτού του στόχου έχει υπαρξιακά χαρακτηριστικά τόσο για την κυβέρνησή μας όσο όμως και για την αριστερά στην Ευρώπη θα έλεγα, για την πολιτική οικογένεια στην οποία ανήκουμε.

Γιατί στην Ελλάδα υπάρχει ανάγκη να παραχθεί νέος πλούτος, να μειωθούν δραστικά οι δείκτες της ανεργίας, να σταματήσει αυτή η αιμορραγία, η διαρροή των επιστημόνων  στο εξωτερικό, το brain drain, όπως λέμε, που στερεί από τη χώρα το πλέον καταρτισμένο δυναμικό της – και να υπάρξει επιτέλους δίκαιη κατανομή όχι μόνο των βαρών της κρίσης αλλά και των ωφελημάτων της ανάπτυξης.

Και επιτρέψτε μου να πω, ότι υπάρχει και μια ανάγκη για την ίδια την Αριστερά.

Διότι, από τη μία, όταν είμαστε στην αντιπολίτευση οργανώνουμε τις άμυνες του κόσμου της εργασίας απέναντι στην επιθετικότητα του νεοφιλελευθερισμού και του κράτους.

Από την άλλη, όταν είμαστε στην πρωτοφανή συνθήκη της διακυβέρνησης της χώρας, πρέπει να αποδείξουμε ότι μπορούμε  να δίνουμε λύσεις, όχι μόνο θεωρητικά και λόγια, λύσεις που να βελτιώνουν τη θέση των λαϊκών τάξεων και της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Και αυτή την απάντηση πρέπει να την δώσουμε τώρα, με τρόπο πειστικό και δια της πράξης.

Και στην πράξη, σημαίνει ότι η ανεργία μέχρι το τέλος της κυβερνητικής μας θητείας πρέπει να μειωθεί. Όχι στα λόγια αλλά στην πραγματικότητα.
Να δώσουμε δουλειές στους νέους ανθρώπους. Να επανεκκινήσει η οικονομία. Με συγκεκριμένο σχέδιο και παρεμβάσεις, με ορίζοντα τη μείωσή της στο μισό μέσα στην πενταετία. Και η μείωση αυτή να μην αντανακλά θέσεις εργασίας σε συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης και σε καθεστώς γαλέρας. Και εδώ είναι ο πυρήνας της δίκαιης ανάπτυξης. Δικαιοσύνη στην αναδιανομή του πλούτου, δικαιοσύνη και στην παραγωγή.

Η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου με ταυτόχρονη προστασία της εργασίας, ήταν μέχρι σήμερα κάτι ξένο για το μοντέλο ανάπτυξης που εισηγούντο οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τον τόπο μέχρι το 2014.
Η ΝΔ -δεν το έκρυψε ποτέ άλλωστε- ιδεολογικά και πολιτικά ταυτίζεται με τις πλέον νεοφιλελεύθερες και αντεργατικές  πολιτικές. Δηλαδή, την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, το λοκ άουτ και άλλα άκρως επικίνδυνα για τους εργαζόμενους.

Το δικό μας μοντέλο λοιπόν, βρίσκεται στον αντίποδα αυτών των απόψεων και πρακτικών.  Εμείς σχεδιάζουμε μια ανάπτυξη που δεν μπορεί να βασίζεται και δεν θα βασίζεται στη συντριβή της εργασίας, στη μείωση του μισθολογικού κόστους και στην άρση κάθε προστατευτικού πλαισίου στις εργασιακές συνθήκες.

Το σχέδιό μας όμως πρέπει να είναι και αξιόπιστο.
Και έχουμε προετοιμάσει το έδαφος  ώστε να είναι αξιόπιστο. Με κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα για να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας.

Οι πόροι του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η απορρόφηση όλων των διαθέσιμων ποσών από το ΕΣΠΑ, ο Αναπτυξιακός Νόμος που καταθέσαμε, είναι τμήματα αυτού του σχεδιασμού.  Και ο σχεδιασμός αυτός έχει στόχο να παράξει θέσεις εργασίας σταθερές και αξιοπρεπώς αμειβόμενες σε τομείς που είτε λόγω εμμονής είτε λόγω ανικανότητας στο σχεδιασμό, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά.  Αναφέρομαι στους τομείς της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών, της πληροφορικής, όλων αυτών των πεδίων που η νέα γενιά – κυρίως – έχει αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες δυστυχώς μέχρι σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτες.

Αυτή η ανάπτυξη επιδιώκουμε να έχει ευεργετικές συνέπειες στους πολίτες αυτής της χώρας και όχι απλώς στους δείκτες της οικονομίας.  Μέσα από αυτή την προσπάθεια, θέλουμε να πέφτει σταδιακά η δυσθεώρητη σήμερα ανεργία.

Τα πρώτα σημάδια – που αποτυπώνονται  σε μια καλή είδηση, που κι αυτή βεβαίως θάφτηκε, όπως συνήθως οι καλές ειδήσεις θάβονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ελπίζω αυτό να αλλάξει το επόμενο διάστημα, είχαμε λοιπόν μια καλή είδηση στα ψιλά  πέρασε, η ΕΡΓΑΝΗ, το σύστημα που παρουσιάζει το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων, έδειξε ότι είχαμε ένα  ρεκόρ 15ετίας, θετικό ισοζύγιο κοντά στις 200 χιλιάδες περισσότερες προσλήψεις απ' ότι απολύσεις στο πρώτο πεντάμηνο του 2016.

Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι αυτά δεν είναι για να πανηγυρίζουμε. Όταν η ανεργία παραμένει, όχι στο 26 που τη βρήκαμε, αλλά στο 23,5. Είναι ένα απαράδεκτο ποσοστό για μια χώρα στην ευρωζώνη.

Παράλληλα όμως, επιδιώκουμε αυτή η αναπτυξιακή πορεία να εξασφαλίσει και τους απαραίτητους πόρους στα κρατικά ταμεία, έτσι ώστε να στηριχθεί το κοινωνικό κράτος που τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στο στόχαστρο της ακραίας λιτότητας.

Να μπει ένα τέλος στη διαρκή απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Και θέλω να αναφερθώ ειδικότερα στην ανάγκη και στον στόχο μας για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Διότι είναι σαφές ότι η νεοφιλελεύθερη εμμονή που οδήγησε στην κατάργησή τους, όχι απλά απέδειξε ότι δεν δουλεύει για την κοινωνική πλειοψηφία, αντιθέτως απέδειξε ότι επηρεάζει αρνητικά ολόκληρη την οικονομία.
Και σήμερα πρέπει να δούμε ένα νέο μοντέλο που θα βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της εμμονής. Γιατί η διαδικασία της παραγωγής δεν μπορεί να προσιδιάζει σε ζούγκλα. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται να είναι προστατευμένοι με τρόπο συλλογικό, να νιώθουν ασφαλείς και σε αυτά τα πλαίσια είναι δεδομένο ότι και η παραγωγικότητά τους θα είναι πολλαπλάσια.

Θα πρέπει όμως να επιμείνουμε και σε έναν άλλο εξίσου σημαντικό τομέα.  Στην πάταξη της μαύρης και αδήλωτης εργασίας που έγινε κανόνας τα τελευταία χρόνια και θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας σ' αυτόν τον τομέα. Δεν πρέπει να έχουμε καμία ανοχή σε περιπτώσεις ανομίας και παραβιάσεων της κείμενης εργατικής νομοθεσίας από την πλευρά της εργοδοσίας. Και νομίζω ότι η δουλειά μας σε αυτόν τον τομέα πρέπει να ενταθεί και μάλιστα άμεσα.


Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Μέρα με τη μέρα, μέσα από κόπο και μεγάλη προσπάθεια οικοδομούμε το δικό μας μοντέλο διακυβέρνησης και υλοποιούμε – έχοντας γνώση των περιορισμών και των δυσκολιών – τον πολιτικό μας σχεδιασμό. Και μέσα από αυτή την καθημερινή διαδικασία, διαμορφώνουμε ένα νέο πλαίσιο. Ένα νέο σχέδιο. Ένα νέο στρατηγικό σχέδιο για την Αριστερά του 21ου αιώνα.

Και αυτή η Αριστερά – τουλάχιστον σε ότι μας αφορά – είναι μια δύναμη που επέλεξε να αναλάβει ευθύνες και να φύγει από το βόλεμα της εύκολης κριτικής και της διαμαρτυρίας.

Γιατί για μας δεν έχει σημασία μονάχα το ταξίδι, έχει σημασία και ο προορισμός.

Δεν μας αρκεί η επανάπαυση στις αγωνιστικές παρακαταθήκες και τη δράση μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Φυσικά, δεν ξεγράφουμε τίποτα.  Αντιθέτως, επιμένουμε να εκλαμβάνουμε αυτούς τους αγώνες και τις μάχες ως την αρχή αυτής της μεγάλης προσπάθειας που ξεκινήσαμε από την εποχή του 3%.

Και επιτρέψτε μου να πω ότι το σχολείο των κινημάτων όχι απλά δεν είναι ξένο με την υπόθεση της διακυβέρνησης, θα έλεγα ότι συνιστά και εχέγγυο για μια καλή διακυβέρνηση.

Και το λέω αυτό, ισχυριζόμενος ότι η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να είναι μια γνήσια, λαϊκή δύναμη που θα παίρνει δύναμη από το κοινωνικό επίπεδο και θα τη μετασχηματίζει σε πολιτική πρακτική και στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Η ύπαρξη αυτής της Αριστεράς είναι απόλυτη αναγκαιότητα στις μέρες που ζούμε.

Στις μέρες που η Ευρώπη βιώνει μια βαθύτατη – και πλέον απ' ότι φαίνεται, όχι μόνο οικονομική, αλλά πολιτική κρίση.

Το γνωρίζουμε πολύ καλά –από πρώτο χέρι- ότι για να αλλάξει αυτή η Ευρώπη, χρειάζεται σκληρή προσπάθεια και συστηματική δουλειά.  Δεν αλλάζει σε μια νύχτα. Δεν αλλάζει με κόλπα. Χρειάζεται στρατηγική, χρειάζονται συμμαχίες, διαρκής προσπάθεια για αλλαγή συσχετισμών και κυρίως χρειάζεται αντιπαράδειγμα.

Και έλαχε στην Ελλάδα της κρίσης, να έχει η Αριστερά αυτή τη μοναδική ευκαιρία να συγκροτήσει αυτό το αντιπαράδειγμα.

Δώσαμε τη μάχη μέχρις εσχάτων πέρυσι τέτοιο καιρό προκειμένου να υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις μας απέναντι στον ελληνικό λαό. Ματώσαμε για να αναδείξουμε το δίκιο του και το δικαίωμά του στη αξιοπρέπεια.   Και κάναμε πίσω μόνο όταν διαπιστώσαμε ότι κινδυνεύουν οι ίδιες οι κατακτήσεις του. Δεν διστάσαμε να πάρουμε το κόστος, και το κάναμε συνειδητά, με μοναδικό γνώμονα το λαϊκό συμφέρον.

Έτσι θα πορευτούμε και από δω και στο εξής. Με μοναδικό μας γνώμονα το συμφέρον του τόπου και με πυξίδα τις αρχές και τις αξίες μας. Και τέτοιες μεγάλες πολιτικές τομές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις θα επιδιώξουμε.
Που θα εγγράφονται στις αξίες μας, στους αγώνες μας, στις πεποιθήσεις μας.

Για αυτό και πιστεύω βαθιά συντρόφισσες και σύντροφοι, ότι ήρθε η ώρα ο τόπος και το πολιτικό μας σύστημα να γυρίσουν σελίδα.

Ήρθε η ώρα, με κυβέρνηση για Πρώτη φορά Αριστεράς, να αποκτήσει η χώρα για πρώτη φορά δίκαιο εκλογικό σύστημα. Ήρθε η ώρα της απλής Αναλογικής. Πρώτη φορά Αριστερά,Πρώτη φορά Απλή Αναλογική και ισοτιμία της ψήφου.

Μετά από σειρά συναντήσεων που είχα χτες και προχτές με τους πολιτικούς αρχηγούς, φαίνεται ότι προκύπτει μια καταρχήν  συμφωνία όλων, εκτός της Ν.Δ., για την αναγκαιότητα να καταργηθεί αυτό το Μπόνους των πενήντα εδρών αλλά και για μια μεγάλη τομή, που είναι η παροχή δικαιώματος ψήφου σε όσους έχουν κλείσει το 17ο έτος της ηλικίας τους.

Έχει έρθει η ώρα λοιπόν να ικανοποιηθεί ένα πάγιο αίτημα κοινωνικών κινημάτων, δημοκρατικών κινημάτων, ένα πάγιο αίτημα της Αριστεράς.
Έχει έρθει η ώρα να δικαιωθούν όλοι όσοι για πολλά χρόνια στον τόπο  αγωνίστηκαν για ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα.
Έχει έρθει η ώρα της απλής αναλογικής.

Μέσα στις επόμενες μέρες εμείς θα κάνουμε το χρέος μας και θα ήταν αδιανόητο να βρίσκεται η Αριστερά στη δυνατότητα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη διακυβέρνηση του τόπου και μην υλοποιεί πάγιες θέσεις, να μην παίρνει πρωτοβουλίες που να ταυτίζονται με τις αξίες της. Θα καταθέσουμε λοιπόν στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα σχετική πρόταση νόμου.
Θα πράξουμε το ιστορικό μας χρέος, θα μείνουμε πιστοί στις δεσμεύσεις μας και από εκεί και πέρα όλοι θα κληθούν να αναλάβουν την πολιτική και ηθική ευθύνη που τους αναλογεί.

Και το ίδιο θα πράξουμε σε ότι αφορά τις πρωτοβουλίες μας για τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές και αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Το ίδιο θα πράξουμε για τη Συνταγματική αναθεώρηση.

Εμείς θα καταθέσουμε με ευθύνη αλλά και συνέπεια τις προτάσεις μας για ώριμες δημοκρατικές τομές, προοδευτικές τομές στο Σύνταγμα της χώρας που τις έχουμε επεξεργαστεί χρόνια τώρα. Από τον καιρό της εμπειρίας των σύγχρονων κινημάτων και των Πλατειών, μέχρι και τη δική μας πλέον εμπειρία της διακυβέρνησης, έχουμε επεξεργαστεί σειρά παρεμβάσεων με στόχο τη θωράκιση περαιτέρω της δημοκρατίας και την αναβάθμιση της λαϊκής συμμετοχής και του λαϊκού ελέγχου.

Και φυσικά, είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και τη μάχη για την επαναθεμελίωση του κράτους.
Ενός κράτους που οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έφτιαξαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση τους. Και αυτή η προσπάθειά μας είναι ύψιστης σημασίας για να μπει ένα τέλος σε παθογένειες δεκαετιών που πλήττουν βάναυσα το δημόσιο συμφέρον. Και αναφέρομαι:

•    Στην προσπάθεια για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
•    Στη μάχη που δίνουμε ενάντια στη διαφθορά και τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.
•    Στη μάχη για να τελειώνουμε μια και καλή με τη διαπλοκή και τους φορείς της.
•    Στη σύγκρουση με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που αποτελεί ένα διπλό τραύμα.

Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Θέλω να κλείσω την παρέμβασή μου, αναφέροντας ότι η σημερινή συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής έχει αντικείμενο και την έναρξη του διαλόγου εν όψει του δεύτερου Συνεδρίου μας. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και κρίσιμη Κεντρική Επιτροπή, όχι γιατί λαμβάνει χώρα σε μια εξαιρετική συγκυρία για την Ευρώπη, αλλά γιατί το ίδιο το συνέδριό μας κάνει απολογισμό ενός συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου και ανοίγει τον ορίζοντα για την επόμενη περίοδο. Είναι ένα συνέδριο – καμπή.
Και θέλω να πιστεύω ότι ο προσυνεδριακός διάλογος, παρά το γεγονός  ότι θα διεξαχθεί μέσα στο καλοκαίρι, θα είναι πλούσιος και ουσιαστικός.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει την ευθύνη και τη δυνατότητα να παράξει σχέδιο και στρατηγική που θα καταστήσουν την Αριστερά ηγεμονική δύναμη στην Ελλάδα, αλλά και πρωτοπόρο δύναμη στην Ευρώπη.
Και για να συμβεί αυτό το κόμμα μας πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις.

Να γίνει ένα κόμμα ανοιχτό, καινοτόμο και δημιουργικό, μαζικό, μαχητικό στους κοινωνικούς χώρους και τις γειτονιές.

Να στηρίζει την κυβέρνηση αλλά ταυτόχρονα να ασκεί πολύτιμή κριτική εκεί που κρίνει ότι πρέπει.

Σε περισσότερες από τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις έχουμε πάρει πάνω από ενάμιση εκατομμύριο ψήφους. Ενάμιση με δύο εκατομμύρια. Δεν μπορεί η οργανωτική μας δομή να είναι στα επίπεδα που είναι σήμερα. Κι αυτό είναι μια συλλογική ευθύνη.

Σας καλώ λοιπόν μέχρι το συνέδριο να ξεκινήσουμε ταυτόχρονα μια σοβαρή καμπάνια οργανωτικής ανασυγκρότησης. Δεν μπορεί να είμαστε στην πολυτέλεια της πρωτοπορίας. Των λίγων και καλών που θα αποφασίζουν και οι υπόλοιποι θα χειροκροτούν. Το κόμμα πρέπει να ανοίξει στην κοινωνική του βάση. Κι αυτό πρέπει να γίνει με πολλούς τρόπους. Με καμπάνια, με συγκεντρώσεις, με εξορμήσεις. Να αξιοποιήσουμε και τις νέες τεχνολογίες, να ξεκινήσουμε μια μεγάλη καμπάνια μέσα από το διαδίκτυο, να προσεγγίσουμε τους ανθρώπους που δίνουνε μάχες για την Αριστερά και την κοινωνική δικαιοσύνη στις δύσκολες μέρες μας.

Και, βεβαίως, να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στους νέους ανθρώπους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι το νέο στο πολιτικό σκηνικό δεν μπορεί παρά να είναι το κόμμα της νέας γενιάς. Είναι μια σημαντική θεσμική πρωτοβουλία η ψήφος στα 17. Έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Αλλά πρέπει να σηματοδοτήσει ταυτόχρονα και την προσπάθειά μας να αλλάξουμε τη ζωή, το μέλλον, αυτών των νέων ανθρώπων, με κύριο στόχο να μπορέσουν να μείνουν στο τόπο μας

Και πρέπει σε αυτήν την κατεύθυνση να στηρίξουμε και την προσπάθεια της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Να μην τους αντιμετωπίζουμε ως απλή οργανωτική προέκταση του κόμματος, αλλά ως το πιο πολύτιμο και ελπιδοφόρο κομμάτι του, διότι στα δύσκολα έμειναν εδώ, πάλεψαν και συνεχίζουν τη μάχη με πείσμα και όραμα.

Η ιστορία που κουβαλάμε, συντρόφισσες και σύντροφοι, είναι πολύ βαριά. Όπως βαριές είναι και οι ευθύνες μας.
Όμως έχουμε κάνει τις επιλογές μας.

Διότι ξέρουμε ότι στη θέση που βρισκόμαστε εμείς, δεν κατάφεραν να βρεθούν γενιές αριστερών που πάλεψαν σε πολύ πιο σκληρές συνθήκες από αυτές που βρισκόμαστε τώρα εμείς. Όταν το ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε κανείς δεν πίστευε τότε ότι θα φτάσουμε τόσο μακριά. Η δύναμη του λαού μας ήταν αυτή που επιτάχυνε τη πορεία μας και μας εμπιστεύτηκε, σε πείσμα των νομοτελειών της ιστορίας, την διακυβέρνηση του τόπου.
Είμαστε μαθημένοι στις μάχες, πλέον είμαστε πιο έμπειροι, έχουμε όμως κυρίως εμπιστοσύνη στις αξίες μας, στα οράματα μας.

Αυτό που μένει είναι να οργανώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τη συνέχεια αυτού του ταξιδιού.  Τον τελικό προορισμό που θα σημάνει την ανάταση ενός ολόκληρου λαού, τη δημιουργία μιας Ελλάδας αυτοδύναμης, ανεξάρτητης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Έχουμε μπροστά μας δρόμο πολύ, αλλά έχουμε και πείσμα, έχουμε και αποφασιστικότητα θα τα καταφέρουμε. Έχουμε τα κότσια να το παλέψουμε, έχουμε και την ιστορία και τις παρακαταθήκες που δεν ξεχνάμε.

Είμαστε από γερό σκαρί, πεισμωμένοι και αποφασισμένοι να τα καταφέρουμε. Και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε.
Σας ευχαριστώ πολύ, και εύχομαι αυτό το συνέδριο να είναι συνέδριο τομής για την Αριστερά και για τον τόπο.